Η λακκούβα
Τις ημέρες εκείνες είχε κάνει την
εμφάνισή της στο δρόμο μια λακκούβα. Δεν ήταν κάτι καινούργιο, αντίθετα επρόκειτο
για καθημερινό φαινόμενο. Ήταν τέτοια η ποιότητα της ασφάλτου που κάθε τρεις
και λίγο μια καινούργια τρύπα έχασκε καταμεσής μέχρι κάποια στιγμή το συνεργείο
του Δήμου να την μπαλώσει όπως όπως, μέχρι να ξανανοίξει η ίδια ή κάποια
καινούργια σε άλλο σημείο και ούτω καθεξής. Συνηθισμένα πράγματα δηλαδή.
Η λακκούβα εκείνη έχασκε στη μέση
του δρόμου αναγκάζοντας τους οδηγούς να κάνουν ελιγμούς για να την αποφύγουν
αλλά και τους πεζούς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί γιατί δεν ήταν και δύσκολο
να τραυματιστούν από κάποιο στραβοπάτημα. Αυτό άλλωστε ήταν γενικός κανόνας,
ίσχυε για όλες τις λακκούβες που είχαν κάποιο υπολογίσιμο μέγεθος.
Το θέμα με τη συγκεκριμένη είναι
ότι όχι μόνο δεν την έκλεισε κάποιο δημοτικό συνεργείο (εντάξει, αυτό δεν ήταν
και τόσο θέμα γιατί άλλες περίμεναν χρόνια μέχρι να κλειστούν και άλλες δεν
έκλειναν ποτέ) αλλά ότι σιγά σιγά άρχισε να βαθαίνει. Ενώ δηλαδή το μέγεθός της
παρέμενε ίδιο (δεν θα ξεπερνούσε το μισό μέτρο σε μήκος, και ακόμη λιγότερο σε
πλάτος) εν τούτοις το βάθος της μεγάλωνε. Αυτό
βέβαια φαινόταν λογικό, διότι ο άγνωστος λόγος που έκανε το οδόστρωμα να
υποχωρεί δεν είχε αντιμετωπιστεί κι έτσι η υποχώρηση συνεχιζόταν.
Μέρα με την ημέρα λοιπόν, γινόταν
όλο και πιο βαθιά. Τόσο, που διάφοροι περαστικοί και περίεργοι σταματούσαν από
πάνω της για να κοιτάξουν μήπως καταφέρουν να εντοπίσουν τον πάτο της που
κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά. Στο τέλος δεν ήταν πια ορατός και το μόνο που
φαινόταν ήταν η επιφανειακή στρωματογραφία του εδάφους κι έπειτα σταδιακά
συνεχιζόταν ένα μαύρο τούνελ μικρής διατομής που δεν ήξερε κανείς μέχρι πού
έφτανε. Σαν να κατευθυνόταν προς τα έγκατα της γης. Στο τέλος όλοι πια συνήθισαν
το φαινόμενο, σταμάτησαν να ασχολούνται και ξέχασαν ακόμη και το ότι θα
μπορούσε να έρθει κάποιο συνεργείο για να την κλείσει.
Ακριβώς την περίοδο εκείνη ήταν
που ο μικρός Γ. δεν γύρισε στο σπίτι του το μεσημέρι. Ανάστατοι οι γονείς του
πήγαν μέχρι το σχολείο, έψαξαν στους δρόμους της γειτονιάς, ρωτούσαν τους
συμμαθητές του και γεμάτοι αγωνία δήλωσαν την εξαφάνιση στην αστυνομία.
Μια μέρα αργότερα χάθηκε και ο
μικρός Χ. Αυτή τη φορά δεν γύρισε στο σπίτι μετά το σχόλασμα από το
φροντιστήριο. Και λίγο μετά άρχισε να αγνοείται και η μικρή Κ., που είχε βγει
στην πλατεία να παίξει με τις φίλες της. Η γειτονιά και ολόκληρη η πόλη είχαν
αναστατωθεί. Είχαν όλοι καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά αρπάζονται από
κάποιον νοσηρό τύπο που ικανοποιούσε ποιος ξέρει τι ορέξεις με κίνδυνο φυσικά
ακόμη και να τα σκοτώνει, όπως ο Δράκος του Ντίσελντορφ στην ταινία «Μ» του
Φριτς Λανγκ.
Η υπόθεση αυτή θα είχε γίνει
βεβαιότητα, μέχρι που άρχισαν να εξαφανίζονται και ενήλικες. Πρώτα ο κύριος Ζ.,
μετά η κυρία Ρ., μετά άλλος, κι άλλος, κι άλλος, μετά ξανά ένα παιδί, και οι
εξαφανίσεις συνεχίζονταν αυξανόμενα. Πλέον χάνονταν άνθρωποι μαζί με τα
αυτοκίνητά τους ή με τις μοτοσυκλέτες τους, και οι εξαφανίσεις ήταν εντελώς
ξαφνικές. Μπορούσε κάποιος να περπατά στο δρόμο και ξαφνικά να χαθεί χωρίς
κανένα σημάδι, καμία φωνή, κανένα ίχνος. Μπορούσε να περπατά κάποιος μαζί με
κάποιον άλλον, να συζητούν και την επόμενη στιγμή ο ένας από αυτούς να μην
υπάρχει πουθενά. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να χάνονται και
ολόκληρα λεωφορεία γεμάτα επιβάτες .
Ένα άλλο κοινό σημείο σε όλες
αυτές τις υποθέσεις ήταν ότι, στην αρχή τουλάχιστον, οι αγνοούμενοι χάνονταν
όταν περπατούσαν ή όταν βρισκόντουσαν γενικά στο δρόμο. Όταν αυτό έγινε
αντιληπτό κυκλοφορούσαν όλοι ολοένα και λιγότερο και προσπαθούσαν να
μετακινούνται γρήγορα ώστε να ελαχιστοποιήσουν το χρόνο της έκθεσης στον
κίνδυνο. Και αυτό όμως δεν φάνηκε να διασφαλίζει κανέναν. Έβλεπε κανείς στους
δρόμους τους πεζούς να περπατούν τρέχοντας, όσο πιο γρήγορα μπορούσε ο καθένας.
Με το άγχος και τον τρόμο να τους κυριεύει ούτε που πρόσεχαν την κίνησή τους κι
έτσι ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλον, ενώ όσοι κινούνταν πιο αργά σπρώχνονταν από
τους πιο γρήγορους και συχνά πολλοί έπεφταν κάτω, σωριασμένοι είτε από
απροσεξία – γλιστρώντας π.χ. ή προσπαθώντας να ανέβουν στο πεζοδρόμιο ή να
κατέβουν από αυτό – είτε από βίαιες κινήσεις προκειμένου να παραμερίσουν για να
περάσει αυτός που τους έσπρωχνε. Αλλά και στο δρόμο η κατάσταση δεν ήταν
καλύτερη: όλοι οδηγούσαν πανικόβλητοι, νευρικά, ταχύτατα, ακόμη και σε στενά
όπου δεν θα έπρεπε κανείς να τρέχει, παρασύροντας ή ακόμη και εκσφενδονίζοντας
συχνά πεζούς που τρέχοντας απρόσεχτα δεν προλάβαιναν να προστατευτούν. Όλοι
επίσης έκαναν διαρκώς σφήνες, κι έτσι η κατάσταση στην άσφαλτο είχε γίνει
χαοτική με πολλούς δρόμους να είναι μπλοκαρισμένοι χωρίς να υπάρχει πραγματικά
κίνηση.
Έτσι, ενώ αυξήθηκαν ραγδαία τα κάθε είδους τροχαία
ατυχήματα, σαν αποτέλεσμα της νευρικής, αγχωμένης γρήγορης οδήγησης αλλά και
της απροσεξίας των πεζών που έτρεχαν να προλάβουν και δεν πρόσεχαν μέσα στον
πανικό τους την κίνηση των αυτοκινήτων, οι εξαφανίσεις συνέχισαν να αυξάνονται.
Μέχρι που πλέον επεκτάθηκαν και
σε ανθρώπους που βρίσκονταν σε σπίτια και σε εσωτερικούς χώρους. Εξαφανίζονταν
άνθρωποι που μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν είχαν κλείσει το τηλέφωνο, που μόλις
λίγα δευτερόλεπτα πριν κάποιος τους είχε δει στο παράθυρο, που κοιμόντουσαν κανονικά στο κρεβάτι τους
και το ξημέρωμα απλώς δεν ήταν εκεί. Μπορούσε να βρίσκεται κάποιος σε ένα
δωμάτιο μιλώντας με κάποιον άλλον που βρισκόταν στο σαλόνι μέχρι που ο ένας από
τους δύο να πάψει να ακούγεται.
Ο τρόμος βασίλευε παντού. Η κίνηση στην πόλη
είχε αραιώσει εντελώς, οι δρόμοι είχαν ερημώσει μέρα και νύχτα, ο πληθυσμός
αραίωνε συνεχώς και κανείς από τους εναπομείναντες δεν θυμόταν πια τη λακκούβα.
Στο τέλος δεν έμεινε κανείς για να τα συνδυάσει.