Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

~Κούλα Αδαλόγλου~

Η Κούλα Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια το 1953. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήρε μεταπτυχιακό στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και διδακτορικό δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Διετέλεσε Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων (1998-2007) και διευθύντρια του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (2007-2011). Αποτελεί μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων Έκφραση /Έκθεση, που εισήγαγαν την επικοινωνιακή γλωσσική διδασκαλία στο Λύκειο. Επίσης, μέλος της ομάδας φιλολόγων «Δημιουργική έκφραση», η οποία δημιούργησε το ψηφιακό έργο «Πολύτροπη Γλώσσα» (http://politropi.greek-language.gr), για τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας. Η μελέτη της Η γραπτή έκφραση των μαθητών. Προτάσεις για την αξιολόγηση και τη βελτίωσή της, εκδ. Κέδρος 2007, εστιάζει στο γράψιμο ως διαδικασία, μέσα από ποικίλα και διαφορετικά είδη κειμένων.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ). Επίσης, μέλος του Κύκλου Ποιητών.
Αφηγήματα και κριτικά σημειώματά της για σύγχρονους λογοτέχνες έχουν δημοσιευτεί σε γνωστά περιοδικά.
Εξέδωσε εφτά ποιητικές συλλογές: Καταγραφές, 1982, Στο μεταίχμιο, 1992, Δύο ελεγείες και μία ωδή, εκδ. Τραμάκια, 1996, Μαθητεία στην αναμονή, εκδ. Τραμάκια, 2001, Διπλή άρθρωση, εκδ. Ταξιδευτής, 2009, Οδυσσέας, τρόπον τινά, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2013 και Εποχή αφής, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2016. Επίσης, μία συλλογή διηγημάτων: Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, εκδ. Ταξιδευτής, 2012. Ανθολόγηση ποιημάτων της έγινε στο περιοδικό της Λευκωσίας «Ακτή», στο ένθετο «Ελληνομουσείον», τεύχ. 68, φθινόπωρο 2006. 
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα: Ποιήματα του 2008, εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2009, Ποιήματα του 2013, εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2014, Δαίδαλος, Μεγάλη ανθολογία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, Εταιρεία Συγγραφέων, 2016, Τα πάθη στη Λογοτεχνία. 100 φανατικοί συγγραφείς, Εταιρεία Συγγραφέων, εκδ. Καστανιώτη, 2016, Αρχαιότητες, ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων για το 2017.








(Από τη συλλογή ''Εποχή Αφής'' , 2016)


Φωνή Α΄
Να γινόταν

Να γινόταν. Να μπούμε σε ρομαντικό παλιό τραγούδι και μακριά να φύγουμε, μαζί.
Διάφανη εγώ, να φαίνεται το αίμα που ανθίζει στις αρτηρίες μου.

Μου κάνεις χάρες και απογειώνομαι. Σε ξεχωρίζω και θριαμβεύεις.
Μου χαρίζεις φεγγάρια, σου χαρίζω στίχους, τον Γαλιλαίο μού χαρίζεις και νικάς.
Θέλεις να φύγεις και δεν σ’ αφήνω, λέω θα φύγω και σου
σφηνώνεται η μπουκιά στο λαιμό

ξαφνικά τσινάς και αντιδράς αναίτια, λιωμένος ζητάς συγνώμη, δεν τη δέχομαι απολογείσαι γράφεις όλα τα βλέμματα προβάρεις
με κάνεις και γελώ – και πάλι απ’ την αρχή
ξεσπάς επάνω μου τις από αλλού πιέσεις ξεσπώ επάνω σου ανασφάλειες
σε φοβίζω λες δεν καταλαβαίνεις λες αμφιβάλλω λέω τον ασαφή σου λόγο
καμιά εξομολόγηση μια στέρηση με σφάζει υποχρεώσεις σε χτυπούν αλύπητα
πού είμαστε ποιοι είμαστε δεν ξέρω ένα σουέλ η ψυχή μας

….αυτή η άνοιξη δεν αντέχεται να μένει άνοιξη.
να εκραγούν επιτέλους τα αισθήματα να λάμψουν τα χείλη
να ανατιναχθούν οι ηλεκτρονικές σου άμυνες
να υψωθεί ο πόθος στους ατμούς του.




Χρόνος

Το ξέρει φυσικά πως όλο αυτό δεν πρόκειται να βγει σε καλό, δεν είναι δυνατόν να βγει σε καλό, πόσος χρόνος μένει άραγε, θα τον μετρήσει πάλι με μια ολόσωμη φωτογραφία τεμαχίων, θα τον μετρήσει με τις αντοχές της, με τον αέρα που της μουτζουρώνει τα μάτια που γίνονται γκρίζα καθώς λιώνει το μακιγιάζ, με την πλατεία που αποστηθίζει τα αδιέξοδά της, με το βαμβακερό νυχτικό μούσκεμα στον ιδρώτα.
Δεν θα βγει σε καλό, και τα μάτια του χαίρονται χαίρονται μια συνάντηση, αλλά ως εκεί, στα μαγαζιά κατεβασμένες γκλαβανές, κλειστά περίπτερα, ερημιά, αλλά πάντα ένας προβολέας να τους ακολουθεί, ούτε μια άκρη να ξαποστάσουν.










Φωνή Β΄

Απόφαση βραδιάς με πανσέληνο

Πανσέληνος.
Κι εγώ κρατημένος από μια λεπτή κλωστή.
Πανσέληνος.
Κι εγώ που διέκρινα εκείνη
τη λεπτή τομή
στραμμένος να τη διερευνήσω
μ’ όλο το φως που συμπυκνώθηκε στα μάτια μου.

Σε τυλίγω με τα μεγάλα μου χέρια
Κουρνιάζεις και ηρεμείς.
Σε φιλώ απαλά
σε κοιτώ βαθιά
απομνημονεύω την εικόνα σου.
Το μικρό γούρι στο σάκο μου,
ένα βιβλίο κι άλλο ένα,
μια κούπα με τον Τενεσσί Ουίλιαμς.
Το διαμέρισμα αδειάζει,
ο καναπές με το ριχτάρι που ξέρεις
μετακόμισε ήδη.

Ξέρω ότι θα μου λείψει η μυρωδιά και το γέλιο σου
θα μου λείψουν οι πολύχρωμες μπαλαρίνες σου,
τα παράπονα κι οι θυμοί σου.


Σε μέμφομαι για την πικράδα στο στόμα μου
για τη χορταριασμένη αγκαλιά μου.
Ο κάμπος ξέρει πως είμαι άδειος
εγώ πονάω για τα ουδέτερα μέλη μου
βαλτώνω στη λάσπη.


Μεγέθυνες τις αποστάσεις
διύλισες το χρόνο










(Από τη συλλογή «Οδυσσέας, τρόπον τινά», 2013)

ενότητα Μηνύματα στον Οδυσσέα

Δεύτερη γραφή

Αγαπημένε μου Οδυσσέα,
Γράφω στο λάπτοπ που μου πήρες.
Ξεγλιστράς, δεν χάνεις ευκαιρία.
Όμως
ήσουν εδώ σαν ξέσπασε η μπόρα.
Το τεθλασμένο σώμα μου το λάτρεψες
τη σουρεαλιστική μορφή μου ασπάστηκες
αξιέπαινα συντήρησες τον πόθο.

Γι’ αυτό σε συγχωρώ.
Βαθιά χρωστώ ευγνωμοσύνη.

(Έγινε άβολoς αυτός ο χώρος.
Δεν ξέρω αν θα στείλω το e-mail)


Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τι θα 'κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ' αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας.
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.






(Από τη συλλογή «Διπλή άρθρωση», 2009)

Τρυφερότητα

Ηλικιωμένη ήταν. Καθόταν πάντοτε εκεί, λίγο πριν την Αγίας Σοφίας. Μαυροντυμένη, με μαντίλα στα μαλλιά. Και με ένα οίδημα κάτω από το πηγούνι, σαν πελεκάνος. Η κοπέλα γύρω στα είκοσι, ξανθούλα και γλυκιά. Της έδωσε χρήματα και ένα ζεστό κουλούρι. Έκλαψε η γιαγιά. Τη φίλησε. Είπανε λόγια λιγοστά, γιατί δεν πάει στους γιατρούς, δεν έχω… Κι έκλαιγε η γριά. Η κοπέλα έφυγε. Έβγαλε από την τσάντα της αντισηπτικό μαντιλάκι και σκούπισε το μάγουλό της. Την αναζήτησε ύστερα από λίγες μέρες. Δεν ήταν στη θέση της. Στο διπλανό το μαγαζί δεν ήξεραν.
Η γριά δεν φοράει πια μαύρα ρούχα και μαντίλα. Είναι σε ένα ωραίο πάρκο. Την οδηγεί σκύλος άσπρος με γαλάζια μάτια, να μη φοβάται. Κρατά στο χέρι της ένα λωτό, να λησμονεί τις δυσκολίες του παρελθόντος. Και ένα ολοστρόγγυλο κουλούρι, να θυμάται πώς γνώρισε την τρυφερότητα.


Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

~Τόλης Νικηφόρου~

Γιος προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία, ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αποφοίτησε από το Κολλέγιο Ανατόλια και σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Εργάστηκε κυρίως ως σύμβουλος οργάνωσης επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Λονδίνο και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. 

Ως σήμερα έχουν εκδοθεί 34 βιβλία του, 20
 ποιητικά (μαζί με τη συγκεντρωτική έκδοση, Ο πλοηγός του απείρου, 2004) και 14 πεζογραφίας (4 μυθιστορήματα, 7 συλλογές διηγημάτων και 3 παραμύθια για μεγάλους). Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή ποιημάτων Φλόγα απ’ τη στάχτη, Μανδραγόρας 2017. 

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 9 ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε πολλές ελληνικές και ξένες ανθολογίες, καθώς και στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας της μέσης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Για το παραμύθι του, 
Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας του απονεμήθηκε το βραβείο μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς το 1989 και για τη συλλογή διηγημάτων του, Ο δρόμος για την Ουρανούπολη, το κρατικό βραβείο διηγήματος το 2009. Δύο ακόμη βιβλία του ήταν στη βραχεία λίστα για τα βραβεία ποίησης και διηγήματος αντίστοιχα του περιοδικού Διαβάζω.



Ο φιλόλογος και σκηνοθέτης Φώτης Συμεωνίδης γύρισε ένα ντοκιμαντέρ 58΄ λεπτών με τίτλο «Σ’ αγαπώ-Ελογοκρίθη, Η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου» που προβλήθηκε με επιτυχία στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2015, σε διάφορα άλλα φεστιβάλ, σε αίθουσες βιβλιοθηκών και αλλού και θε προβληθεί τώρα τρεις φορές από την ΕΡΤ3.





{γυναίκα}

κάθε μικρή σου υποταγή
μειώνει τη δική μου ελευθερία
εμένα ταπεινώνει
κάθε χαμένο σου δικαίωμα
πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια
κάθε παραπανίσιο σου φορτίο
έχει σε μένα ρίζες προγονικές
κάθε σε βάρος σου αδικία
είναι μια στυγερή κλοπή
απ' το παγκάρι της δικής μου εκκλησίας
κι όταν εσύ λιποψυχείς
εγώ είμαι ο αληθινός προδότης

στέκεσαι δίπλα μου
στο σπίτι, στη δουλειά ή στο οδόφραγμα
και με τα ίδια μάτια
ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο
περήφανοι
ασυμβίβαστοι
ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας
εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία

[από τη συλλογή Το μαγικό χαλί, 1980]





{πεπρωμένο}

σε μια ρωγμή του τοίχου
σε μια σχισμή του βράχου
στην έρημο άγριο φυτό
να ζήσω ήμουν ταγμένος
και ν’ ανθίσω 

με τα ελάχιστα της γης
και τα πιο λίγα τ’ ουρανού
με το βαθύ γαλάζιο
και το κόκκινο
με το δικό σου χνώτο

να φλέγομαι ταγμένος
να φλέγομαι και να ονειρεύομαι
με όλες τις αισθήσεις μου
με την ψυχή μου

θα ‘ναι δικός μας αύριο ο κόσμος

[από τη συλλογή Φωτεινά παράθυρα, 2014 ]          









{όταν πεθαίνει ένα παιδί, 1}

αβιταμίνωση
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη
αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα

ένα παιδί είναι μονάκριβο
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου

όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει


[από τη συλλογή Την κοκκινόμαυρη 
ανεμίζοντας της ουτοπίας, 1997]








{κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ}

δέντρα, αραιοί διαβάτες, παγωνιά
και κάτω απ' τις κραυγές των γλάρων το ωδείο

στο πάρκο της Ηλεκτρικής από νωρίς περίμενα
κοιτάζοντας προς τη μεριά της θάλασσας
κάποτε φάνηκες
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
και μέσα στην ομίχλη μου χαμογελούσες

στις μύτες στάθηκες να με φιλήσεις
κι ύστερα έφυγες
κι όσο χρόνο τον χρόνο στο βάθος σβήνεις
τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου

μέχρι που ξέρω πια με βεβαιότητα
πώς είσαι δεκοχτώ χρονώ
κάπου έξι μήνες πιο μικρή από μένα
πηγαίνεις στο παλιό ωδείο
σε λεν Σιμόνη κι αγαπιόμαστε τρελά 


[από τη συλλογή Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, 1999]









{καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί}

υπάρχει μέσα μου ένα φως.
καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί
ή ξέφτι απ' το γαλάζιο στο περβάζι σου.
υπάρχει μέσα μου ένα φως
που όλα τα ξέρει
κι όλα τα αισθάνεται,
μοναχικό που ταξιδεύει
απ' την αρχή του χρόνου
που αστράφτει μέσα στη μεγάλη νύχτα
και δεν παραδίδεται


[από τη συλλογή Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη 
που ονειρεύεται, 2002]





{και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω}


όταν το κάτι αυτό, το οτιδήποτε
για μένα θα τελειώσει
και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω
θα είμαι εκείνο που τα μάτια σας θαμπώνει
το ύψιλον στα μυστικά, στη νύχτα, στην ψυχή
η απαλή καμπύλη στο αύριο
το χι στο χάδι ή στο χώμα της πατρίδας σας

όταν το κάτι αυτό,
το μάταιο οτιδήποτε τελειώσει
στο τίποτα η αγάπη ξεχασμένη θα υπάρχει
θα σας αγγίζει απαλά
θα σας ζητάει χαμογελώντας το αδύνατο


[από τη συλλογή Χώμα στον Ουρανό ,1998]




Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

~Αντώνης Τσόκος~

Ο Αντώνης Τσόκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976, όπου και κατοικεί. 
Σπούδασε τεχνικός Η/Υ και δικτύων. 
Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορούν οι ποιητικές του συλλογές 
«Σουίνγκ με τ’ άστρα» (Οκτώβριος 2013), «Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς» 
(Μάιος 2015) και «Ώρες πληθυντικής αϋπνίας» (Ιανουάριος 2017). 
Διατηρεί επί σειρά ετών το ιστολόγιο "στεριανή ζάλη" (https://sterianizali.wordpress.com/ ) ενώ πιο πρόσφατα δημιούργησε την ιστοσελίδα «Μονόκλ», ( http://www.monocleread.gr/).





Πρόλογος
Μια αμύθητα αισιόδοξη κοπέλα έπεσε απ’ τον ουρανό στο μαξιλάρι μου. 
Φορούσε λευκό ψάθινο καπέλο και μπλε σατέν φόρεμα. 
Μου φάνηκε μυστήρια στο βλέμμα. 
Τη ρώτησα, από τόσους έμπειρους ονειροβάτες πώς ξέπεσε στο εμπριμέ μου μαξιλάρι. 
Έμεινε βουβή να ξύνει το κεφάλι της πάνω από το καπέλο.
 Δείγμα επικίνδυνα ευφυούς ανθρώπου. 
Την ξαναρώτησα. 
Μήπως δεν πρόλαβε να καταλάβει με την πρώτη ανάγνωση. 
Με κοίταξε νωχελικά. 
Με βλέμμα απόκοσμο και μια καρφίτσα πεταλούδα στο φουστάνι.






Αϋπνία πρώτη [απόσπασμα]
Κοπέλα
Είστε από εδώ;

Ονειροβάτης
Αν είστε κι εσείς, είμαι κι εγώ. Κόσμο ολάκερα δικό μου δεν τον αντέχει η τσέπη μου.

Κοπέλα
Είμαι από εκεί που τραγουδούν τρία γενναία τίποτα.

Ονειροβάτης
Είστε από τον τόπο που δεν μιλά κανείς τα μεσημέρια. Έχω έρθει μια φορά στα μέρη σας.  Άδικος κόπος. Δεν βρήκα ούτε ένα πρόθυμο σαγόνι ν’ ανταλλάξουμε δυο λέξεις για το καλό του χρόνου που κυλά.

Κοπέλα
Κοιτάξατε τον τόπο μου από λανθασμένη γωνία θλίψης. Αδικείτε τα μάτια σας.
Γι’ αυτό, δύσκολα σας πείθει ο Μορφέας.

Ονειροβάτης
Δεν κοιμάμαι από φόβο μην ερωτευθώ στον ύπνο μου.






Αϋπνία Έβδομη [απόσπασμα]
Ονειροβάτης:
Είμαι ολόκληρος μια λευκή κιμωλία. Είμαι η ζωή που κανείς δεν μπορεί
να διακρίνει.


Κοπέλα:
Είστε η στιγμή που διαπερνά τον ορίζοντα.

Ονειροβάτης:Ζω όσο ζει ένα σπίρτο. Όπως ζει ένα σπίρτο. Ζω και ταυτόχρονα καίγομαι.

Κοπέλα:
Το σπίρτο ζει όσο ένα ανοιγόκλεισμα βλεφάρων. Μα είναι ικανό να κάψει
ολόκληρο πλανήτη.




Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

~Στάθης Ιντζές~

Ο Στάθης Ιντζές γεννήθηκε στη Λάρισα το 1986 και κατάγεται από το Νότιο Πήλιο. Είναι εκδότης των εκδόσεων Θράκα, του ομώνυμου λογοτεχνικού περιοδικού και δημιουργός της σειράς μεταφράσεων Αργεντίνοι Ποιητές. Ζει στην Αθήνα. 
Του ιδίου:
Σεληνάκατος
(ποίηση, Μανδραγόρας 2013)

Οι τελευταίοι
φανατικοί της στρωματσάδας
(νουβέλα, Θράκα 2014)
 
Gadium
(ποίηση, Θράκα 2017)

υπό έκδοση:
Οι ανειδίκευτοι
δεν κάνουν κιχ
(μυθιστόρημα, Μελάνι 2017)
  

-- 
Εκδόσεις ΘΡΑΚΑ




                                                                                                             







Δορυφόρος του Κικέρωνα 
ή να ταχθείς στον συρφετό του Κατιλίνα; 
και στα  σ τ ε ν ά  της Ετρουρίας 
οι συνθήκες που ήταν δυσμενείς,
 ο παγετός, 
το χιόνι ίσα με την κλείδα, 
να χάσεις κάποιο πόδι από γάγγραινα; 

Ο καπνός ήταν πολύς 
οι εχθροί, 
οι εχθροί θα πυρπολήσουνε τη Ρώμη 
παραμονή Καλένδων. 

Όλους τους λόφους. 
Έναν προς έναν.  
Και τους επτά.  
 Και τον Παλατίνο.     
 Ειδικά τον Παλατίνο   
 μαζί με τη φρουρά του. 

Λύκαινα, από πού ξεπηδούν 
τα νερά των πηγών; 
Ποια κλωστή με μαργαριτάρια 
σου κομματιάζει τον λαιμό;


Είναι φθινόπωρο 
πεισμώνει ο ήλιος 
κι η Πραίνεστος είναι μακριά 
—χίλια εφτακόσια στάδια μακριά 
και δυο χιλιάδες άλλα 
για τη Ρώμη— 
και να ’ταν μονάχα 
το τσαγανό των Κυριτών 
μετά τις νίκες του Πομπηίου; 
εδώ σκορπάνε μονομάχους στην Καπύη! 
κι ο Κέθηγος κατέλυσε στη Ρώμη 
όπου τα διαβούλια δίνουν και παίρνουν



                       
                       ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Άρχισαν να λένε 
οι βασιλόφρονες 
πριν βγάλει ετυμηγορία
 ο παλμογράφος. 
Η Πολυμνία ενορχηστρωτής; 

Και η Βουδίκκη ερώτησε: 
«ο αυτοκράτορας, 
αγάπησε ποτέ του 
κόρη βασιλίσκου;» 
κι αν τα βουνά στη Σικελία 
ήταν γυμνά 
σαν του Γραυπίου τις κορφές, 
τα τέλματα σπαρμένα ανεμώνες 
και όσο για την τιμή της, 
«σωματικά ανέπαφος 
και με τα πρόσωπα των Σιλούρων, 
ουδεμία σχέση», 
καταπώς δήλωσε η Πολυμνία. 

«Θα πάω με τη θέλησή μου 
αν το προστάζει η ανάγκη,
 νύφη να γίνω βασιλιά, 
γιατί τον θάνατο δε λαχταράω», 
είπε η Βουδίκκη. 
Μα ο Παίτος ο Θρασέας, 
για τον θάνατο της Αγριππίνας
είχε άλλην  ά π ο ψ η. 
Διατεινόταν μάλιστα 
πως «η Αγριππίνα εφονεύθει 
από  β α λ τ ο ύ ς  π ρ α ι τ ό ρ ω ν. 
Και τι είναι τάχα η Πολυμνία; 
Σύζυγος πατρικίου ή meretrix;»






                                                                                                                                                 
                         

{...να είσαι συνετός, μου έλεγαν 
και να ξεχάσω τους συντρόφους μου 
γιατί ο καθένας κρύβει και μια θηλιά στην τσέπη 
και ότι αν είμαι συνεργάσιμος θα πεθάνω υπό τους όρους μου...}




~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~



{...«Επαναστάτες που βρυχώνται είμαστε 
και πότες πληγωμένοι. 
Βήχες σφοδροί, 
πόνοι ρευματικοί 
και παρόμοια άλλα πάθη 
πριν καταλάβει ο καύσων της ημέρας 
τον σκοπό μας», απάντησα 
δείχνοντας την υπόνοια οικισμού 
στην πλαγιά...}