Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

~Έλενα Πολυγένη~

Η Έλενα Πολυγένη γεννήθηκε στην Πάτρα το 1979. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Γράμματα σε μαυροπίνακα (Δωδώνη 2009), Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα (poema, 2012) και Η χώρα των παράδοξων πραγμάτων (Το Κεντρί, 2014). Είναι απόφοιτη του εργαστηρίου ποίησης του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και τα σουηδικά και έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Προσεχώς θα δημοσιευθεί η συλλογή της Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.






[Αιφνιδιασμός]

Το έργο τέχνης θα σε περιμένει στη γωνία
με μια σφαίρα πίσω απ’ το μάτι του
τότε θα είναι επικίνδυνο να
το κοιτάξεις, γιατί
ξέρεις καλά πως επάνω του κρέμεται
η γύμνια σου, η απαρχή της καταδίκης
ολόκληρου του κόσμου
κι ένα μικρό σαπισμένο
καραβάκι
που θα μπορούσε να το λένε
Έρωτα.


{Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα , (.poema..), 2012}




[Σφαγείο]

Κόρη, γιατί το βλέμμα σου
πέφτει και σπάει;
Δε γνώριζες για τα σιδερένια χέρια
του κρεβατιού;
Μόλυνες την ανάσα σου με λέξεις
που ξέχασες, ξέχασες τ’ άλλο πρωί.
Έλαμπε το δέρμα σου αλλόκοτα,
σπαραχτικά
καθώς πάσχιζε να ελευθερωθεί.
Τώρα, γιατί τρέμει η ματιά σου;

Η οθόνη σε περιμένει.
Θα πετάξει το κόκκινο κρέας
μπροστά σου
ολοζώντανο
κατασπαραγμένο
ζωάκι που έκλαιγε
και
έτρεχε
μες στο σκοτάδι.

(Ο φαλλός του ουρανού
κορόιδευε ανελέητα
μην έχοντας όρεξη πια
να το δαμάσει.)









[Προσκλήσεις]



Κι όταν ήταν πολλοί, κι όταν ήταν λίγοι,
πάλι κάτι μέσα τους με πλήγωνε.

Η φαντασία μου σαν λύρα
χωρίς ελπίδα για τα δάχτυλα.

Τους είχα πει, ότι τα παραμιλητά
αδειάζουν τον κόσμο από μέσα
διασείοντας τη λογική.

Όμως τα πλάσματα της λύπης, τα δάκρυα,
με αιφνιδίασαν στις επάλξεις.

Κι εκείνο το φτερωτό χαμόγελο
που λικνιζόταν νεκρό και μου έγνεφε
ήταν μια τελειωτική κίνηση.


{Η Χώρα των παράδοξων πραγμάτων, Το Κεντρί, 2014}





[Τραγούδια ακινησίας]

Το παιδί δε μεγαλώνει.
Ξέμεινε μέσα στην τσέπη του παλτού μας.
Ψάχνει κέρματα
και ξεχασμένες τσίχλες.
Είναι πρωί¨ είναι βράδυ¨ το παιδί
δε γνωρίζει¨ είναι μικρό
και το κρεβάτι κείτεται από πάνω του.

Μπλέκεται σε μιας ρόδας τις ακτίνες
καθώς το κυλώ στην παραλία.
Η θάλασσα καθρεφτίζει την πλήξη του
τα βότσαλα σκοτώνονται ένα -ένα.

Αν είναι κορίτσι, θα πρέπει να το ντύσουμε
πριγκίπισσα στις απόκριες¨ ή μπαλαρίνα.
Να το χτενίσουμε αργά, αρχίζοντας
από τις άκρες¨ για ψώνια να το πάμε
κουνώντας το υπνωτιστικά
μέσα σε μία τσάντα σούπερ μάρκετ¨
σα ρούχο υπάκουο να το φορέσουμε
στην περηφάνεια μας, με ορμή να το
πετάξουμε
επάνω στα σκαλιά της εκκλησίας.

Το παιδί μίκρυνε, μίκρυνε πολύ.
Πήρε τις διαστάσεις οδοντογλυφίδας.
Αλλά δεν είναι αιχμηρό¨ δεν έχει άκρες.
Μετά βίας στέκεται ανάμεσα στα δάχτυλα.
Το πρόσωπό του είναι γερασμένο.

Το παιδί είναι μάλλον κορίτσι.
Χαμογελάει¨ λέει τραγούδια.
Η καρδιά του πάλλεται στη φούχτα μου
σαν ένα παλιό, φτηνό τρανζιστοράκι.







[Σκόνη]

Και οι εικόνες
και οι φωνές
σύνορα σχεδιάζουν
ανάμεσα στα χέρια.

Μακριά τώρα, μακριά
περνώντας από τη μεριά
των σφραγισμένων τοίχων.

Πόσο πολύ
διψάει το βλέμμα
συνωστίζοντας την
έρημο.

Απλώνεται νύχτα
μέσα στα φύλλα
που κάποτε ζητούσα να
με χαϊδέψουν.

Άνοιγα το παράθυρο
χαιρετούσα

τα δάχτυλά μου ήταν σκόνη
που σάλευε ανεξήγητα.





[Επιπτώσεις]

Η μουσική αυτή βαθαίνει
τη μυστική μας νύχτα.
Οι ειδήσεις λένε
κάπου μακριά γίνεται πόλεμος
ένας πλανήτης συστέλλεται
εκρήξεις σωματιδίων
τ’ αστέρια δε ζούνε πια, το φως τους
ζει ακόμα, αλλά κι αυτό θα πεθάνει.

Είπες: “πώς περνάς τα βράδια σου;”
και είπα: ”τα συνηθισμένα”.
Σε ακολούθησα στο μοτέλ
με τα χρωματιστά φωτάκια
που αναβόσβηναν, σα να μετρούσαν
τα δευτερόλεπτα
των ζωντανών στιγμών.

Παράξενα ηχούν όλα που
υπάρχουν
σα να ‘χουν έρθει από μια χώρα
άγνωστη,
που δεν την ξέρουνε, ή που έχουν πια
ξεχάσει.


{Από την υπό έκδοση συλλογή Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών, Γαβριηλίδης 2017}


Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

~Γιώργος Σαράτσης~

Ο Γιώργος Σαράτσης κατάγεται από την Ελασσόνα. Ασκεί και ασκείται ως γυμναστής. Αγαπά την επικούρεια θεώρηση, το καλό ραδιόφωνο και τους συνηθισμένους ανθρώπους. Είναι συνεργάτης του περιοδικού και των εκδόσεων «Θράκα», διαχειριστής του ηλεκτρονικού φύλλου επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (fteraxinasmag.wordpress.com) και του προσωπικού ιστολογίου «Αποτύπωμα» (apotypoma.blogspot.com). Συμμετέχει στα ελευθεριακά φύλλα «Ποιητές Χωρίς Ποιήματα» και «Αποσύνδεση». Προ ετών επιχείρησε την πρώτη εκδοτική του προσπάθεια στις αθηναϊκές εκδόσεις «Φαρφουλάς».







[άτιτλο]

ν’ αντέχεις πανικούς
ιδέες καλομαθημένες
πληγές αμόλυντες
τον ήσυχο της απέναντι πόρτας
τον μέσο όρο

ν’ αντέχεις
μ’ οργή
και συγκατάβαση





[Σαν κατανόηση]

Ό,τι μας αποδοκιμάζει
μόνο αυτό υπάρχει –
το χρώμα της Σελήνης
τα λόγια των ποιητών
η μοναξιά στο κάθε μας βήμα
Αυτός ο Αύγουστος ηρεμία
μες στην ταραχή
ανατριχίλα σαν κατανόηση
για ‘κείνο που πάντα ήμασταν
Ο Λέοναρντ Κοέν
ο θερμός αέρας του ανεμιστήρα
ο ήχος των αυτοκινήτων στην παλαιά εθνική
Η φιλοσοφία του μεσημεριού
σ’ ένα πιάτο φρέσκα φασολάκια
με λίγο ψωμί βουτηγμένο στο λάδι
Κάθε νύχτα ένας τόπος απόλαυσης
και μαρτυρίου
Κάθε νύχτα πιο κοντά στο μυστήριο
πιο κοντά στο αόριστο
Μακρύτερα απ’ όλους







[Παραμεθόριος]

έτσι μοιάζουν τα πρόσωπα που έχουν πολλή ψυχή
βουρκωμένα
Γιώργος Χειμωνάς

ο Ρενουάρ στη Θράκη
λίγα χιλιόμετρα απ’ τα ελληνοβουλγαρικά
άντρας μεσαίου αναστήματος με σκουρόχρωμα μάτια
και αραιά μαλλιά
παραδομένος πριν παραδοθεί
στον ύπνο
ασυνάρτητες αβροφροσύνες
δρόμοι ύστερης εφηβείας
και βάρος –
όλο το βάρος της ύπαρξης
στην πλάτη του

χειμώνας στην παραμεθόριο
σχεδόν δεκαετία –
σ’ αυτόν τον τόπο κρατάς
ό,τι δεν σου χρειάζεται
λαϊκές ορχήστρες λαϊκές κουζίνες
λαϊκές κουβέντες
μια κουβέντα μόνο να πεις
μόνο

ότι υπήρξες






[Παλμοί διαμαρτυρίας]

[Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου]

Αδιόρατες φωλιές
σε σάρκα και τρίχωμα
δάχτυλα δαγκάνες
κάτοπτρα μάτια
μαστροπείες χωρίς διεξόδους
Ο άντρας γίνεται όνειρο
θυσιάζεται
φορώντας κόκκινη κορδέλα
στον καρπό
και στην καρδιά παλμοί
διαμαρτυρίας

Να γέρνεις από φόβο
και ο καιρός
να φεύγει αέρας
μακριά σου







[Ακροβασίες]

στον Γιάννη

κάτω απ’ τα βήματα
μικρές ακροβασίες

κάποιος θόρυβος
μπορεί κι έντονο φως
άγνωστοι που έγιναν φίλοι
με γλώσσα κρυμμένη
πίσω από δόντια

ό,τι κάποτε υπήρξαμε
πήρε σάρκα απ’ τη σάρκα μας
και μας εγκατέλειψε






[Χωρίς αντιξοότητες]

κάποιο απόγευμα
δεν θα ‘χει τίποτα να δεις η tv
θα πέφτει αργά το φως
δεν θα σε νοιάζει

κάποιο απόγευμα
θα ξαπλώσεις στο πάτωμα
με δυο λευκές γάτες
θα νιαουρίζεις
θα ανασηκώνεις τη ράχη
δεν θα λυπάσαι
για όσα ποτέ δεν έμαθες

θα παίζει Billie Holiday
I´ll be seeing you
απτα ηχεία
και μέσα βαθειά
μια ηρεμία άοσμη
σαν έρωτας
χωρίς αντιξοότητες






[Χούφτα άνθρωπος]

ο καναπές μικρός
ίσα που χωρούσα
με πόδια λυγισμένα
η κουβέρτα να σκεπάζει
όπως όπως
το σώμα
και τα όνειρα φευγάτα
γιατί πέρασε
ο καιρός
των προσδοκιών –
το πρωί
θα με βρει μια χούφτα
άνθρωπο
ν’ αναγεννιέμαι
μόνος
πάνω στο άτσαλο
στρώμα






δός Αιόλου]

προς την ολοκλήρωση
φορώντας άμφια
και σκουριασμένα πατούμενα
νηστικός δαίμονας
διάτρητος από βότκα
και σκάγια διασποράς
ψάχνω νερό
βρύση που στάζει
νυχτοκάματο αξίας
ενός λάιτ γιαουρτιού
κοιλιά που γουργουρίζει
κάθε νύχτα
βαδίζω

τί να πω;






[Ολιγόστιχα]

πληγωμένο χαρτί στην πίσω τσέπη –
απ’ όσα έγραψες τηρήθηκε μόνο η σιωπή
κι αυτήν με δόσεις

***

η φυλακή μετριέται με τους πήχεις
και ’συ μελαγχολείς για το σκασιαρχείο που δεν έκανες

***
η αλήθεια είναι το σώμα
που ποτέ δεν θ’ αποκτήσουμε

***

κακομεταχείριση
διαταραχής
σαν απεργία πείνας

***

κατηγορηματικά κενός
απαρχαιωμένος
μ’ ένα φιλί
για όλους τους σκλαβωμένους

***

σώμα αντίχριστο
κακόβουλο βλέμμα –
ποια προσευχή να πεις να ηρεμήσεις;

***

ω, ατέλειωτες βόλτες χωρίς τρόμο
καρδιακή προσβολή
μετά από χρόνια αναπόφευκτης έντασης




Τρίτη 9 Μαΐου 2017

~Βάσω Χριστοδούλου~

Χορεύω μαζί του μπλουζ.
Εκείνος δεν το ξέρει.
Το μπόι μου
ακουμπά στο ύψος
της καρδιάς του.

Χορεύω σε ρυθμό κόκκινο
με βήματα ακανόνιστα
από χτύπους συνάντησης
μετά από καιρό.

Πατώ
πάνω στα πόδια του
για κάμποσα εκατοστά
ύψους ακόμα,
για λίγη ψευδαίσθηση
ασφάλειας.

Γυαλιά κάτω.
Παντού.
Ξυπόλητη.
Απ'τους δυο μας

ποιανού την καρδιά θα πατήσω.



Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

~Μανόλης Πολέντας~

Ο Μανόλης Πολέντας γεννήθηκε στα Χανιά το 1955. Σπούδασε Πολιτική Οικονομία και Συγκριτική Λογοτεχνία στην Αμερική. Είναι παραγωγός και δημοσιογράφος στον Ρ/Σ 105,5 Στο Κόκκινο. Τα παρακάτω ποιήματα είναι επιλεγμένα από την τελευταία του ποιητική συλλογή, ΒΡΟΧΗ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Εκδόσεις Ταξιδευτής).








[ΠΟΙΗΤΕΣ]


Στον Λώρενς Φερλινγκέττι


Πρωί Αυγούστου στο Όρος Πήλιον, κάθομαι και καπνίζω στο γραφείο της ωραίας Ελένης και κοιτάζω μια φωτογραφία του Έζρα Πάουντ. Έτοιμος για αποβίβαση από μια βενετσιάνικη γόνδολα, το αριστερό χέρι στην τσέπη για να πληρώσει τον γονδολιέρη. Ίσως. Ή να ψάχνει κανα κομμάτι κρέας για να ταϊσει μια γάτα που αγάπησε στο Ραπάλο. Στο άλλο κρατάει το μπαστούνι του. Ή το δεκανίκι της δημοκρατίας που πρόδωσε η τοκογλυφία. Και σκέφτομαι πως σήμερα ίσως θα ήταν η κατάλληλη μέρα να σιωπάσω μέσα μου για πάντα. Συμβαίνει, μπορεί να συμβεί να σκεφτείς κάτι τέτοιο σαν βρίσκεσαι στο βουνό και όλα σωπαίνουν. Μπορείς επίσης να πεις πολλά για τους ανθρώπους, για τους κοινούς παρανομαστές της εποχής σου. Τα ίδια που έλεγε κι εκείνος στην δική του εποχή. Όταν κανένας δεν ακούει. Αν είχες το πρόσωπο που μειδιά χαιρέκακα με τις πληγές των ανθρώπων. Ή, τέλος πάντων, αν δεν το θεωρούσες αγένεια. Ότι η ποίηση δεν προσφέρει μια θέση θεσμική στον άνδρα. Πως είναι καιρός να σταματήσεις να αντιστέκεσαι στα ανδρείκελα. Πως τίποτε δεν έχεις πια να πεις μέσα από τον λόγο και την τέχνη. Πως δεν πρόλαβε να λειτουργήσει το μέσο και η φωνή σου δεν ακούστηκε από την αρχή, μόνο εσύ την άκουσες “αιώνες” αργότερα. Ναι. Να βγεις απ' το δωμάτιο, όπως ο ποιητής, να κλάψεις γοερώς ακούγοντας της φωνής σου τον αντίλαλο μέσα από το θρόϊσμα των φύλλων του πλατάνου.



Μικρή, καθημερινή αντίστιξη


Συχνά, όταν δυο δόσεις αλκοόλ τρυπώνουν στις φλέβες μου,
βρίσκω να κάθονται πλάι μου να μου μιλούν,
ένας Ρεμπώ και ένας Χαλεπάς.
Βλέπουμε ίδια αγάλματα γυμνά
μέσα τους βλέπουμε.
Δε ρωτάμε αν είναι αρτιμελή.
Και πλάι στον έναν που πονά για όλους
μαζί σχεδιάζουμε
τον καλό Χριστούλη, κρεμασμένο πάνω
στον σταυρό του ανθρώπου
εκείνων όλων που πονούν τον έναν.
Δεν έχει θεό ούτε τιμωρία στο τέλος
μόνο τις καρδιές των φτωχών σκεπασμένες
με τον χιτώνα ενός περαστικού-για-λίγο ανθρώπου
που πόνεσε και αγάπησε το μεγάλο όνειρο
που ονειρεύτηκε.
Συχνά είναι νύχτα.
Πάντα μοιάζει να είναι νύχτα.











ΜΗΤΕΡΑ

Πού είναι η ζωή που χάσαμε ζώντας;”

-- T.S. Eliot


Η χρονιά ήταν δύσκολη. Δεν είχαμε
ο ένας τον άλλον. Το άγγιγμά μου στους ώμους σου
τη στιγμή που έπρεπε και με τον τρόπο που πρέπει
για την αιτία που πρέπει
τώρα που είμαστε και οι δυο στην τρίτη πράξη
της ζωής μας
δεν είχαμε.
Ξύπνησες ένα πρωί και κανείς δεν σου είπε
καλημέρα. Δεν ήξερες καν τι καιρό
έκανε έξω. Εγώ δε μπορούσα ν' ακούσω
μουσική, να διαβάσω.
Μόνο να μαντεύω
τα μελλούμενα μπορούσα
κι εσύ στα όνειρά σου μάντευες πηγές
που αναβλύζουν νερό γλυκό,
όμορφη κόρη των ποταμών της Κρήτης,
δεν έζησες ποτέ
και ποτέ δεν θα ζήσεις
την παγκοσμιότητα που λύνει τις διαφορές.
Ήσουν η “ωρολογιακή βόμβα” που αναίρεσε
τη ζωή που σε γέννησε.
Είμαι ο ακριβοθώρητος μηδενιστής
της μήτρας σου.


Ιούλιος, 2013.


Λούντβιγκ φαν Μπετόβεν

Violinsonate G-dur Op. 30/3

Tempo di Minuetto ma molto moderato e grazioso


for Glenn Gould

Καλπασμοί σφάζουν τη φθινοπωρινή πάχνη.
Είναι κι αυτή μια νοσηρή απόδειξη
που τρυπάει την ψυχρή καρδιά.
Θα προχωρώ καλπάζοντας κι εγώ
πίσω από τα ιερά κρώσματα
πίσω από την λεπτή κομψότητα
που ψυχορραγεί τις εποχές.
Ανήμπορος αλλιώς να πορευτώ
ο ρομαντικός στ' αλήθεια που είμαι.
Τις μέρες μου θα μετρώ
τα τα ρα ρααα, τα τα ραρααα,
καμία ακρόαση του κλασικού κακόηχου
που τρυπάει τις καρδιές των επιγόνων.
Αυτός είναι ο προορισμός μου
αυτή η μοίρα μου. Δεν ξέρω τα καλοκαίρια
τις καχυποψίες των εποχών
μόνο μία μισάνθρωπη Άνοιξη
και μ' αυτήν θα πορευτώ
μέχρι το τέλος της μελαγχολίας μου.


Λονδίνο. Νοέμβριος, 1992.





Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

~Χρήστος Αρμάντο Γκέζος~

Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε στη Χιμάρα το 1988 και μεγάλωσε στη Σκάλα Λακωνίας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013), το μυθιστόρημα «Η λάσπη» και τη συλλογή διηγημάτων «Τραμπάλα», από τις εκδόσεις Μελάνι. 





ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ ΦΟΒΟΙ (Α' ΕΚΔΟΣΗ: ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ 2012, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ: ΜΕΛΑΝΙ 2016)



{ο κιτρινολαίμης}



Ας κάνει κάποιος θεός

να προφτάσω τον κιτρινολαίμη.

Ας κάνει να μείνει ζωντανός

κάπου μες στο σύμπαν,

για να ξέρω απλώς ότι υπάρχει

κι ότι αναδεύει το τίποτα με τα φτερά του.

Να με κρατά η προσμονή

μην τύχει κάποτε και τόνε δω

να ξετρυπώνει με το ράμφος του μια νύμφη

απ’ τα σπλάχνα μιας βελανιδιάς.

Ας κάνει κάποιος άνθρωπος

Θεός να υπάρξει,

που θα μου φυλάξει

έναν μοναχά μικρό

κιτρινολαίμη.






{ηδονίζονται}





Με ρωτάνε στο δρόμο οι περαστικοί:

Γιατί κρατάς τα φρύδια σου σφιχτά κατεβασμένα;

Ηδονίζονται να το ακούν:

Για να μην μου βγάλετε τα μάτια.












{χρωμοπληγές}





Το κόκκινο μιας παπαρούνας έσκαψε

τρύπες στον θώρακά μου,

της χλόης το πράσινο

μου άνοιξε το στομάχι.

Εδώ κι εκεί στα πόδια μου

μπαλώματα από σάπιο δέρμα κίτρινο,

να κρύβουν του ήλιου τις δαγκωματιές.

Διάσπαρτη η πλάτη από χάλκινες νυχιές

ξαναμμένων δειλινών του Νοεμβρίου.

Ιώδη εγκαύματα οι παλάμες μου,

τεντώθηκαν να ζεσταθούν

από μια φωτιά, που σιγόκαιγε,

ανεμώνων.

Και το κεφάλι μου,

βομβαρδισμένο απ’ την αναλγησία τ’ ουρανού,

μπλε.

Ένα μπλε μπαλόνι που ονειρεύεται

καρφίτσα.








Η ΛΑΣΠΗ (ΜΕΛΑΝΙ, 2014)

Συχνά έχω την εντύπωση ότι είμαι κομπάρσος σε μια φθηνή κεντροευρωπαϊκή ταινία, ασπρόμαυρη κατά προτίμηση, με σκοτεινή θολή φωτογραφία και άγριους κόκκους στην εικόνα, πιθανότατα δεν υπάρχει κάποιο σάουντρακ παρά μόνο οι ήχοι από τα τακούνια στο πάτωμα και το σκαλοπάτι, οι κόρνες των αυτοκινήτων, τα πλατσουρίσματα από στόματα που πλάθουν πλατς πλατς το ψωμί και το τυρί, κανένα αχ ερωτευμένου ή ετοιμοθάνατου πού και πού, αλλά όχι, τίποτα τίποτα, μόνο το τακ τακ από το φθαρμένο παπούτσι, γιατί στην ταινία αυτή πάντα περπατάω χωρίς να διαδραματίζεται τίποτα άλλο, το κάδρο κεντράρει συνεχώς στα πόδια μου από τη μέση και κάτω να ποδοπατάνε ένα ξεφτισμένο οδόστρωμα, να πέφτουν σε καμιά πλημμυρισμένη λακκούβα, να κατεβαίνουν βουρλίζοντας μια σκάλα πετρόχτιστη από τον προηγούμενο αιώνα, με αποτέλεσμα από κομπάρσος να αναβαθμίζομαι σε πρωταγωνιστή, γιατί το θέμα αυτής της κινηματογραφικής ματαιοπονίας πλέον δεν είναι παρά το δικό μου το περπάτημα, το δικό μου το τρέκλισμα στη μέση ενός άδειου δρόμου με πλάτος τέσσερα μέτρα και εξήντα τρία εκατοστά και εκατέρωθεν αυτού του μηδαμινού διαστήματος ένα χαίνον τίποτα που καραδοκεί λιμασμένο για το πρώτο στραβοπάτημα, αγνοώντας πως με το παραμικρό κροτάλισμα των δαχτύλων μου οι προβολείς θα ανάψουν –κατ– και θα φανερωθεί μια χάρτινη και επίπλαστα φωτισμένη πολιτεία την οποία βαδίζω και ταυτόχρονα σκηνοθετώ από την πίσω μεριά καθισμένος στην πάνινη καρέκλα μου.





ΤΡΑΜΠΑΛΑ (ΜΕΛΑΝΙ, 2016)


Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με γοητεύει περισσότερο, μερικές φορές φαντάζομαι το τρένο σαν μια μεταλλική εκδοχή του βέλους του χρόνου, που τρέχει ολοένα μπροστά, στιβαρά και σίγουρα, χωρίς να νοιάζεται για τον αέρα που σκίζει στα δυο, για τα τούνελ που ξεκοιλιάζει, για ένα σκουλήκι που τυχαίνει να περνάει εκείνη τη στιγμή από τις ράγες και το κάνει κομμάτια. Απλώς τρέχει μπροστά, γιατί αυτό ξέρει να κάνει. Κανένας δεν μπορεί να το αγγίξει ή να του βάλει φρένο, κανένα παιδί να το πιάσει στα χέρια του και να το σηκώσει ψηλά για να το τινάξει λες και θέλει να κυλήσουν από τα παράθυρα οι άνθρωποι που κουβαλάει. Κι ούτε αγχώνεται, γιατί τον δρόμο του τον έχουν φτιάξει άλλοι για εκείνο έτοιμο.