Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

~Νίκος Ζιάκας~





[The one million dollar question]

Κάθε φορά που με ρωτάς πού μένω δεν έχω τί να σου απαντήσω. Μέτρα τέσσερα βήματα και λίγο πριν πιάσεις τα κάγκελα δες πού φτάνει το πέμπτο.
Αγάπησα τα υπόγεια γιατί τα μπαλκόνια σου δίνουν την επιλογή να πηδήξεις κι εγώ ήθελα μόνο να δω τί έχει πιο κάτω. Αν με ρωτάς τί είναι ευτυχία θα σου πω να μην έχεις τίποτα δικό σου και να μη σε νοιάζει, όπως η ανηψιά μου παρατάει το ποδήλατό της κάπου στην πλατεία κι όταν της λένε να πάει να το φέρει, γιατί θα της το πάρουν, απαντά "Μετά. Τώρα μαζεύω με το Νίκο κουκουνάρια".
Αν με ρωτήσεις τί είναι δικαιοσύνη θα σου πω να διαβάσεις την απολογία του Μιχαηλίδη, που του φτάνει μια σφαίρα στο κεφάλι.
Μου αφήνεις μικρά ραβασάκια κάτω από την πόρτα που όλο την ίδια φράση έχουν "Κι ο έρωτας ; Κι ο έρωτας ; " . Ο έρωτας είναι η απόσταση ενός γαλαξία από τον άλλον, όση κι ο χρόνος που ξόδεψα για να φτάσω από τον αφαλό μέχρι την κλειτορίδα της, μαθαίνοντας τί γεύση έχει η πρώτη βροχή του φθινοπώρου.
Αν με ρωτάς πού θα βρεις την ποίηση βάλε το αυτί σου πάνω στις ράγες του ηλεκτρικού κι όταν φτάσει το τρένο μην τραβήξεις το κεφάλι. Τότε καταλαβαίνεις πως δεν χρειάζεται καμιά προσοχή μεταξύ κενού και αποβάθρας.
Αν με ρωτάς ποιους φίλους να κρατήσεις θα σου πω τους άθεους που πίστεψαν σ' εσένα κι αν θες να μάθεις την αγάπη κοίτα τα μάτια της μάνας σου πριν να σε ξεχάσει.
Αν με ρωτάς ποιον δρόμο να πάρεις...Γάμα το, δεν έχει σημασία, γιατί μια μέρα ξημέρωσε Κυριακή, εγώ την είχα για Ψυχοσάββατο και το πιο όμορφο πράγμα που άκουσα ήταν του Γιάννη που μου 'γραφε "Μια αγκαλιά. Μια αγκαλιά που ν' αγκαλιάζει" κι αν με ρωτάς τί είναι η ζωή, την μπερδεύω πολλές φορές με κάποιο κορίτσι που στο τέλος ποτέ δεν θυμάμαι κι όχι δεν έχω πιει απόψε, ούτε κονιάκ ούτε τσιγαριλίκια, ούτε καν μουσική δεν έχω, μόνο τέσσερα κεριά κι αν τέλος με ρωτήσεις τί είναι ο άνθρωπος...Χα!
Τράβα απλώς το καζανάκι.







[Simulation Hypothesis]

Τα παράθυρα μοιάζουν επικίνδυνα
ακίνητα βλέφαρα / ρώσικη ρουλέτα
δεν ξέρεις τί θα δεις
 
ή
αν θα ζηλέψεις του Πόλοκ το κόκκινο
και γίνεις τοίχος
γιατί ( ; )
θέλει πολύ τσιμέντο να γίνεις σπίτι
θέλει ένα χαρτόκουτο στη βροχή 
για να μάθεις τί κάνει ένα χάδι
κι ένα ολόκληρο βράδυ να στέκεσαι
κάτω απο μια λάμπα της ΔΕΗ
που,γι' απόψε, κάνει το φεγγάρι
"ΚΟΙΤΑ ΜΕ" , λέω
το σύμπαν οργιάζει
ένας αστροναύτης μέσα μου φλέγεται
τ' αμάξια / διερχόμενοι κομήτες
σε ταχείας κυκλοφορίας
κι εσύ χορεύεις ανάμεσα τους 
γελώντας με τα σπασμένα πόδια.
Θέλει εφτά κατηγορίες να δηλώσεις ένοχος 
για να κρεμαστείς απο τα εισαγωγικά 
στη λέξη "σύντροφος" 
θέλει εναν σκύλο να γαυγίζει ανάποδα τις ώρες 
να τις μετράς με τα δάχτυλα
για να σου περισσεύει αυτή που δεν έζησες
να μοιράσεις τις σάρκες σου 
στα παιδιά 
για να γίνεις κονφετί τις Απόκριες
να σταθείς στο χειμερινό ηλιοστάσιο
και να 'σαι καλοκαίρι
για να χωρέσεις στις ρωγμές 
πολυκαιρισμένων κτηρίων 
να ψιθυρίσεις ένα μυστικό σε τοίχο
κάτω από την προειδοποίηση
"Κλειδώνετε μετά τις δέκα"
για να μάθεις να μη λες τίποτα
σε κανέναν
και να γίνεις όλα τ' άλλα εκτός απο σένα
για να συστήνεσαι με τ όνομά σου
να περάσεις τη διασταύρωση 
πριν προλάβουν να σε πουν δυστύχημα
για να' σαι μόνος σου
και ν' απομείνεις με 
μια μαύρη σημαία,
εσένα
και την Ιστορία 
που περιμένει πάντα
τον επόμενο πόλεμο.
Κι ήταν όμορφη μέρα.


Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

~Δημήτρης Πέτρου~

Ο Δημήτρης Πέτρου γεννήθηκε το 1970 στη Δράμα όπου και ζει. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Μικρής Άρκτου η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Α' Παθολογική",
ενώ το 2016 η δεύτερη συλλογή του με τίτλο "Χωματουργικά" πάλι από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος.











[Το πορτρέτο της Άννας]

Η Άννα κατάκοιτη
πάνω σε μια νύχτα που απλωνόταν σαν τις φλοκάτες στη βροχή.

Το σπίτι μικρό, τόσο μικρό, που ούτε η σιωπή
έβρισκε μέρος να σταθεί.
Για κουρτίνες είχε το νυφικό της φόρεμα
και στα πολύφωτα κούρνιαζε σκόνη μαύρη σαν ρόγχος
ή σαν θηλιά δεμένη πρόχειρα.

Κάποτε είχε φυτρώσει ένα χταπόδι-δέντρο στο σαλόνι
και οι γείτονες μαζεύτηκαν με τα κουζινομάχαιρα να το πελεκήσουν
κι ύστερα κάθισαν και τους κέρασε γλυκό.

Η Άννα κατάκοιτη
έριχνε στο ποτάμι των μαλλιών της ενθύμια και βρισιές,
για έναν άντρα που αγάπησε τετρακόσια χρόνια
-όσα τα χρόνια που έζησε με την αρρώστια-
με τα βλέφαρα της στο κομοδίνο
σ’ ένα ποτήρι δάκρυα.

Τη μέρα που τη θάψαμε, ο ήλιος είχε πρόσωπο συγκεκριμένο.
Ένας ήλιος γκρινιάρης, σακάτης και μοχθηρός,
ανεβοκατέβαινε από τον κόσμο των τυφλών
στον κόσμο των βαριεστημένων.
(Α' Παθολογική, σελ. 16)










[Κεντρικός συνοικισμός]

Αν δε δίναμε σημασία στα λόγια των ειδημόνων, καθότι
  καμία λέξη δεν μπορεί να εξηγηθεί,
κι αν στο επόμενο φανάρι ανοίγαμε τις πόρτες και βγαίναμε
  σε διαφορετική ζωή, η φύση θα έβρισκε πάλι τρόπο
να μας γεννήσει.

Μεγαλώνοντας ανατρέπεις πολλά δεδομένα, αυτό είναι γνωστό,
      και ξαφνικά τα μάτια δακρύζουν.
Μην αναρωτιέσαι  λοιπόν γιατί τα σπίτια τρίβονται,
γιατί το χορτάρι φυτρώνει στις ταράτσες και γιατί
όσα ονειρεύτηκες δε θα εκπληρωθούν.

Εδώ τελούνται μυστήρια. Ζωή γεμάτη πολυφαινόλες
  και άγρια δέντρα.

Είναι μαγεία να ανακαλύπτεις κατσαρόλες στα ερείπια.
(Α' Παθολογική, σελ. 33)







[Τα επαρχιακά]

 Υπάρχει πάντα μια ομορφιά
που δεν αναπαλαιώνεται.
Ένα λιβάδι μαργαρίτες στα υψίπεδα
και στο κέντρο ένας γάιδαρος,
να τρώει ανέμελος.

Υπάρχει αυτό που λέμε: εκλεκτικός
μηχανισμός. Και μια πόλη επαρχιακή,
να μπαίνεις απόγευμα με τα φώτα
ξεχασμένα στη μεγάλη σκάλα.

Ένα αίσθημα μισό. Ένα παράθυρο
κόντρα στο βορινό άνεμο.

Υπάρχει αυτή η μέρα,
που κάποτε θα ξεχαστεί,
και μια άλλη,
που θα καίγεται αδιάκοπα
στο μακρινό μέλλον.

Και πίσω από αυτά
οι μυστικές συνάξεις των φυλακισμένων.
(Χωματουργικά, σελ. 16)









[Έκθεση ιδεών]
                
Βγάλτε μια κόλλα χαρτί.

Το θέμα μας σήμερα
είναι ένα σπουργίτι που τεμπελιάζει
στα σύρματα

ένα εντελβάις με πλαστικό
στήμονα,

το ζωγραφίζει ένας ντροπαλός αστυνομικός
στον ελεύθερο χρόνο του

το ψιθυρίζει μια γυναίκα με κρύα πόδια
στον εραστή της

το προτείνει ένα στέλεχος πολυεθνικής
στη γενική συνέλευση των μετόχων.

Πάνω στο θέμα
οι διάνοιες ψεύδονται ασύστολα,
δείχνουν τα δόντια τους
στη νυχτερινή βάρδια

όμως στο τέλος
τα επιγράμματα λένε την αλήθεια.

Διότι το θέμα μας σήμερα
έχει τίτλο:

Η αυτοκτονία ενός εστιάτορα.
(Χωματουργικά, σελ. 26)


Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

~Χαρίλαος Νικολαΐδης~

O Χαρίλαος Νικολαΐδης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1986. Είναι δικηγόρος και λέκτορας Δημοσίου Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Essex στη Μ. Βρετανία. Η συλλογή του «Αλεπού στον Αυτοκινητόδρομο» (2015) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.







[Τρεις γωνιές του κύκλου]

αρνητικό φλερτ

Τι θα έλεγες να βγούμε καμιά φορά,
να πάμε σε κανένα μέρος, να φάμε τίποτα;
Γιατί όχι ε; μην βιαστείς ν’ απαντήσεις.

Eros, the cannibal

Μην τυλίγεσαι για το σπίτι. Θα σε φάω εδώ.
Ούτε μ’ ενδιαφέρει η σειρά στο σερβίρισμα.
Αρκεί να έχω τα χείλη σου για επιδόρπιο.

απεξάρτηση

Δεν θα σε δω σήμερα. Θα κλειστώ στο δωμάτιο.
Και θα χαρίσω ό,τι έχω στους φτωχούς.
Εξάλλου, θα τα ξόδευα όλα σε ποιήματα.









[Giacomo Casanova]

Από μικρός ήμουνα θύτης
και θύμα των αισθήσεων.
Σου έχω μιλήσει
για τις εκατοντάδες γυναίκες μου;
Σου έχω πει πως βγήκε η φράση:
«Αυτός έφαγε χυλόπιτα»;








[Ηλέκτρα]

Όχι, δεν κατάλαβες καλά.
Ο πατέρας μου
σκότωσε την αδελφή μου,
η μάνα μου τον πατέρα μου,
ο αδελφός μου την μάνα μου.
Τι απρέπεια όμως·
σε κουράζω με τα δικά μου
από το πρώτο rendez-vous.













[Ντόναλντ Ντακ]

Άκου εκεί τεμπέλης, τα ίδια λένε
για όλους τους καλλιτέχνες…

τα χρώματα δεν τονίζουν
την τραγικότητα του ρόλου μου…

στη βιομηχανία των κόμικς,
οι γνωριμίες είναι σημαντικές…

μου πρότειναν να γίνω βοηθός του Μπάτμαν,
αρνήθηκα…

η Νταίζυ ζήτησε να υπογράψουμε
προγαμιαίο συμβόλαιο…

θα μάθει άραγε κανείς ποίος είμαι
(πέρα από τις εικόνες);








[Ανασύσταση]

Πώς να ζήσει κανείς
μόνο με τον ορίζοντα;
το χαώδες εκεί
ασκεί μυστήρια γοητεία·
(πάντα όμως υπάρχει ένα) αλλά
το χαώδες εδώ
προσφέρει (συνήθως)
τεράστιο κατάλογο με (πιθανές) ανέσεις
και (φαινομενική) σταθερότητα:
έρωτες, φίλους, δουλειά…
Στις δομές
του χαώδους εδώ
ξέρω (μήπως) ότι θα επεξεργάζομαι
τον ίδιο (άραγε) στίχο
ξανά και ξανά,
μέχρι να (ίσως)
ολοκληρωθώ ή να ολοκληρωθεί.
Συγχωρέστε τον (περίπου)
άναρχο τρόπο μου.
Πίσω απ’ τις αμέτρητες κουρτίνες
του καθενός
υπάρχει το βλέμμα
που μοιραζόμαστε όλοι.







Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

~Λίνα Φυτιλή~

 Η Λίνα Φυτιλή γεννήθηκε στη Λάρισα. Ζει στον Αλμυρό Μαγνησίας κι εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. 
Τo 1997 δημοσιεύτηκε η νουβέλα της ''Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας'', (εκδόσεις Καστανιώτης).
Το 2011, εκδόθηκε το μυθιστόρημά της ''Τώρα είναι αργά'', (εκδόσεις Απόπειρα). 
Το 2014 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της ''Μυθική μέρα'', (εκδόσεις Ενδυμίων). 
Το 2016 κυκλοφόρησαν τα διηγήματά της με τον τίτλο ''Παράξενο Καλοκαίρι'', από τις εκδόσεις της Εστίας. 






[Χώμα και νερό]

Το δέμα
μην ξεχάσεις μόνο,
είπε φεύγοντας.
Ας μη μπλέκονται
οι πεθαμένοι με τους ίσκιους
ή με τους ζωντανούς.
Μπες στην πόλη,
στο ποτάμι της κίνησης,
όποιος δεν κυλάει γρήγορα
στεγνώνει στις όχθες του.
Επιστρέφω τώρα
στα γυαλιστερά νερά.
Τα οστά
διπλωμένα στη μέση
θα ταχυδρομηθούν
αύριο στο χώμα.
{Mυθική μέρα, 2014, Ενδυμίων}







[∆ώρο σε τυφλό καθρέφτη]

Όταν παρασιτώ
σε νοήματα άστοχα,
είναι επειδή αγαπώ
των αργιών τα πτώματα,

τα ψάρια έξω απ ́το νερό,
τις πικρές σοκολάτες.

Όταν με τη σειρά σου,
μάθεις να είσαι
με τα πράγματα
κι όχι με τις λέξεις,
τότε

ένας ωκεανός
σε μικρογραφία
πίσω σου,
θα παίζει αμφιταλαντευόμενος
τη σκηνή
όπου οδύνη κι ηδονή
απέχουν
στον τυφλό καθρέφτη σου
Eνός λεπτού σιγή.
{Μυθική Μέρα, 2014, Ενδυμίων}




























[Επιστροφή]

 Αργία σήμερα

Θέλω να με ξεχάσουν
Φίλοι
Αδέρφια
Συγγενείς
Οι σκύλοι με τα κόκκινα μάτια
Ο ίδιος ο καθρέφτης μου
Οι αναμνηστικές φωτογραφίες

Κι οι φωνές έχουν τα αυτιά
Των τοίχων στο στόμα
Μυς ομόφωνους στη λόξα
Τένοντες ευνοικούς
για την επιθυμία
Καθώς ωραία επιστρέφει

-Η ηλικία
που αρνήθηκα-

Πάνω στη μύτη
της καρφίτσας


































[Σοφά λόγια]

 Όποιος κρατάει
το βουνό,
έλεγε η μάνα μου

Κρατάει τη χώρα,

Τα ίχνη της νύχτας,
Τον ήχο της παλιάς
καμπάνας
Στην κοιλιά του

Κι όλες εκείνες
τις τρελές σκιές
των προγόνων

που – έναν αιώνα
τώρα-

στοιχειώνουν
την κορυφογραμμή

 {Τα δύο τελευταία ποιήματα είναι νέας εσοδείας}

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

~Κωνσταντίνα Κορρυβάντη~

Η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. 
Σπούδασε Πολιτική Επιστήμη, Ιστορία και Διεθνείς Σχέσεις. Πλέον ζει κι εργάζεται στην Αγγλία.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Μυθογονία κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας κι απέσπασε το βραβείο Μαρία Πολυδούρη για πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή.
Τον Δεκέμβριο του 2016, για το ίδιο έργο, τιμήθηκε με το Βραβείο Γ. Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών.


                             {φωτο: Καλλιόπη Αγγέλου}




Καλλιστώ
Οι γυναίκες που κοιτάζουν τ ’άστρα
γίνονται στο τέλος αστερισμοί.

Πολύ πολύ μακριά από εκείνον
που πραγματικά τις αγάπησε.

Εκείνον που τώρα περιμένει
την πτώση τους

για να ξαναφτιάξει τη ζωή του.





Ρέα
Για να βγεις από το κάδρο
χρειάζεται μόνο να βρεις τον τρόπο.

Ίσως δαγκώνοντας με δύναμη
την κορνίζα,

όλες σου οι δύσκολες αποφάσεις
ν’ αφήνουν μια πικρή γεύση στο στόμα.

Μα εσύ δεν έβγαλες ακόμα δόντια
κι εγώ περισσότερο από την μητρότητα
φοβάμαι την πατρότητα.






Ιώ
Τον κρατάς σφιχτά,
οι δύο σας απέναντι στον κόσμο.
Μα
το γάλα μία μέρα στερεύει
και τότε ποιός
θα αποκοιμηθεί στο στήθος σου;










Νέδα
Τα φύλλα γλιστρούν απαλά προσπερνώντας τα βράχια
κι εκείνη σε μαθαίνει να τα μετράς ένα προς ένα.
Κρατώντας μία κούκλα από παπιέ μασέ για επιβράβευση.
Αυτές είναι οι γαλήνιες ενασχολήσεις του έρωτα
όπως θα σου επισημανθεί αργότερα.

Μαμά, τα ποτάμια από αξιοπρέπεια
δεν γυρίζουν πίσω;






Σελήνη
Οι αιώνιες ερωμένες διαλέγουν
εφήμερο εραστή.
Πιστές στη θνητή φύση
του έρωτα, στην ιδέα ενός ήλιου
που βασιλεύει.




                         {φωτο: Καλλιόπη Αγγέλου}



Κάποτε ήμουνα το μέλλον
Στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας η μικρή Σίλια χαιρετά βιαστικά τις καινούργιες της φίλες.
Στο φανάρι μία - όχι - ακόμα - μητέρα
απλώνει τα χέρια της
πλέκει τα μαλλιά του κοριτσιού
γαλλική κοτσίδα.

Μία ράχη
δεινοσαύρου ανηφορική.

Ένας λώρος δεμένος σφιχτά.
Στον σταθμό του Σάουθ Κεν
ακόμα ένα έμβρυο παλαιολιθικό.
{αδημοσίευτο}


Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

~Έφη Καλογεροπούλου~

Η Έφη Καλογεροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα .
Είναι πτυχιούχος του Φυσικού τμήματος του Παν/μίου Αθηνών 
και του Τμήματος Θεατρικών σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθήνας.
Συνεργάτης θεατρολόγος και βοηθός σκηνοθέτη στις παραστάσεις:
«Huis Clos – Κεκλεισμένων των Θυρών» (2002-2003), «Leonce und Lena» (2004-2006) και «Tο σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» (2008-2010) στο θέατρο-εργαστήριο «Μαύρη σφαίρα» της Τότας Σακελλαρίου.
Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά και στα Ιταλικά.
Ως θεατρολόγος δημοσιεύει θεατρική κριτική .
Εργάζεται στην εκπαίδευση, και ζει στην Αθήνα.






ποιητικές συλλογές

ΣΚΕΥΗ ΤΑΞΙΔΙΟΥ (2007)
ΗΧΟΣ ΑΠΟ ΝΕΡΟ (2010)
ΑΜΜΟΣ (2013)
ΕΡΗΜΟΣ ΟΠΩΣ ΕΡΩΤΑΣ (2015)




Από την συλλογή ΣΚΕΥΗ ΤΑΞΙΔΙΟΥ (εκδ: Ενδυμίων,2007)

έχει καιρό απόψε

κρατήσου γερά φώναξα
ρίχνω σκοινιά απόψε
άγκυρες κατεβάζω στα βαθιά
τη ζωή να δέσω

στρίβω τιμόνι στο κενό

τεχνάσματα αρνούμαι
κράτα γερά
στα ύφαλα χυμάω
τους βυθούς σαρκάζω
στο τίποτα γελάω
κράτα γερά
η νύχτα είναι στα ανοιχτά

παγωμένος ο αέρας
λογχίζει
μέχρι να ξημερώσει
μέχρι να ξημερώσει

καθρέφτες ρίχνω στο νερό
σκοτάδι έχασα να βρω
ψάχνω

κι αυτό πού όνομα δεν έχει
τρομαγμένο σπαρταρά
στην άκρη του καιρού









Από την συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟ ΝΕΡΟ (εκδ: Ενδυμίων,2010)

Ναυαγοί


Ξεβράστηκαν
στη στεριά της μέρας
κάποιοι κρατώντας κομμάτι νύχτα
και άλλοι θάλασσα
όσοι γλυτώσαν είχαν κιόλας ξεχάσει
οι άλλοι νεκροί ακόμη
μα προπαντός πλυμένοι
στέγνωναν στις πέτρες
ο καιρός δεν τους ξεχώριζε
και αυτοί πού σώθηκαν
και οι άλλοι άφησαν πίσω
τις κομμένες τους ουρές.









Από την συλλογή ΑΜΜΟΣ(εκδ: Μετρονόμος-ποιείν,2013)

(από την πρώτη νύχτα)
Η επίμονη μνήμη κρυμμένη σε τόσα
υλικά περίφραξης
πάσχουσα
δυο τρείς κομμένες λαμαρίνες
σύρματα, γλάστρες σπασμένες,
χώμα νωπό, παγωμένα σίδερα
να ζεσταθεί πασχίζει,χώνεται ανάμεσα
πάσχουσα
ταϊζει τα σκυλιά της εικόνες
μισομαγειρεμένες

Η επίμονη μνήμη περπατά με δυσκολία
ισιώνει τα μαλλιά της με τα χέρια της
μουσκεύει ψωμί το μοιράζει
συλλαβίζοντας ακατάληπτα
στο φράχτη δένει το άλογό της

Η επίμονη μνήμη
πρόσφυγας είναι
σε λάθος πατρίδα
……………………………………………………………
(από την δεύτερη νύχτα)

Κι όταν δεν είχε άλλο να θυμάται πιά
σώπασε
μόνο στην απόληξη του δεξιού χεριού
ένα κομμένο καλώδιο τηλεφώνου
έσταζε φωνές
σε ένα αυτοσχέδιο ποτηράκι από χαρτί
κρωξίματα γλάρων χύνονταν
στο σκοτεινό του χρόνου
οροπέδιο.








Από την συλλογή ΕΡΗΜΟΣ ΟΠΩΣ ΕΡΩΤΑΣ/
DESERT AS DESIRE
μτφρ: Γιάννης Γκούμας ,
δίγλωσση έκδοση
(εκδ: μετρονόμος-ποιείν,2015)



Πιο μέσα απ’ το βλέμμα τι;

Φωνή ατίθαση χτύπησε στ’ αυτιά του
σκάλα στριφογυριστή με κουπαστή
φάνηκε στο μυωπικό του μάτι
όλα μικραίνουν, καθώς πέφτουν
τι μένει;

Πιο μέσα απ’ το βλέμμα τι;

Με ακρίβεια ωρολογοποιού –που σφίγγει το κομμένο ελατήριο–
με την τελευταία βιδίτσα που απόμεινε
τράβηξε το τι απ’ την ερώτηση.

Πιο μέσα απ’ το βλέμμα ύλη
ύλη σιωπής,
πρόσθεσε.

Deeper than the look, what?

A wild voice sounded in his ears
a winding stairway with a handrail
appeared in his myopic eye
everything shortens, as they fall
what remains?

Deeper than the look, what?

With the precision of a watchmaker – who presses the cut spring –
with the last-remaining screw
he removed what from the question.

Deeper than the look he added
matter,
silent matter.



……………………………………………………………

Κλωστές νήματα υφάσματα
όλα τα πουλάω
μόνο το κουρελάκι αίμα που ξηλώθηκε
δεν βγάζω στο παζάρι.

Threads yarns fabrics
I’m selling them all
only that torn off shred of blood
isnt for sale.








Aπό ανέκδοτη συλλογή (προδημοσίευση)

με νερό και σκοτάδι

έφευγε ήσυχα
αφήνοντας πίσω του μισάνοιχτη την πόρτα
και το πόμολο ζεστό
απ τις ρωγμές των τοίχων
πέτρες ψιθύριζαν προσευχές
ο ενσαρκωμένος χρόνος σε αρπάζει
και σε πετάει πίσω απ το παράθυρο
του έρωτα
στην ασύνορη άκρη της αγάπης
εκεί
ο φόβος της εγκατάλειψης
έχει την ησυχία του βλέμματος
που έχει τινάξει πριν τη λάσπη του
στον τοίχο
σιωπές στρώνει τώρα
το ανεξάντλητο
απαντήσεις σε ερωτήσεις βουβές
παγίδες χορτασμένων από την απώλεια
εντόμων και την αλαζονεία του θύματος
που θρηνεί
τον εαυτό του
παγίδες
που μόνο το απέραντο ξεπλένει
με νερό και σκοτάδι


***


Titanic bar
χωρίς πίστη, η ελπίδα αλλάζει βλέμμα
ζαρώνει
το αίμα της λιμνάζει
το νερό δεν ξεδιψά
σέρνει απλά τα πόδια του στην άσφαλτο
σκοτάδι ροκανίζει τα υπόλοιπα
πέφτω δίπλα μου τρομάζοντας
τυφλός, άδειος εικόνας
ό,τι τελειώνει ένα πρωί είναι
θάνατος που κοιμίζει γλυκά τα περιστέρια
το μαύρο βάφει
η φωτιά καίει
η μνήμη καίγεται
θα κρατάς πάντα σπίτι σου το χαλασμένο ραδιόφωνο
θα φεύγω πάντα ξημερώματα πατώντας
σε κεραίες τηλεόρασης και σκοτωμένα τσιγάρα
άσπρα
κάτι μυρίζει
οινόπνευμα και μέλι
οι ταξιδιώτες συνήθως
αφήνουν πίσω τους την πόρτα
ανοιχτή