Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

~Κωνσταντίνος Γαλάνης~



 Ο Κωνσταντίνος Γαλάνης γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης (Π.Τ.Δ.Ε.) Αθηνών κι εργάζεται ως δάσκαλος σε ιδιωτικό σχολείο. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Λογοτεχνία» του Ε.Κ.Π.Α.
Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Καρτ Ποστάλ» (εκδόσεις ΕΚΑΤΗ, 2015) και το βιβλίο «Η μάχη με τις σκιές» (εκδόσεις ΕΚΑΤΗ, 2019). Το ποίημά του Mare Materna έχει συμπεριληφθεί στην ποιητική ανθολογία «After the journey» (Castello di Duino XI Edition) μεταφρασμένο στην αγγλική και ιταλική γλώσσα. Έργο του έχει λάβει διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.) και ποιήματά του/ κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά ιστολόγια.










Σκιές ηχούν.
Του δειλινού την ώρα,
ο ήλιος σώπασε.












Τα παραμύθια χάθηκαν στ’ άστρων τις σιωπές. Μόλις σβήσουν κι αυτές, οι μέρες θα στοιχειώσουν τα όνειρά μας κι ο ήλιος άρρωστος θα ψάξει για σκιές που συντροφιά κρατούν στον πυρετό μας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο χτύπος απ’ την καρδιά της κόρης μου. Απουσίαζα. Το δάκρυ μου μεγάλωνε ακόμα περισσότερο. Ζωγραφιές της δεν πρόλαβα να δω, μονάχα μαρκαδόρους μαύρους να στήνουν μια σκιά στην απέναντι του κελιού μου μάντρα. Ας είναι. Μια καλοκαιρινή βραδιά που η διάρκεια της μέρας αργεί να σβήσει, θα βγω από εδώ μέσα μ’ ένα κουτί παπουτσιών παρέα. Τα πρώτα βήματα θα ορίζουν οι σκιές. Μόλις αποκτήσουν το χρώμα της νύχτας στο κορμί τους, με κόκκινη μπογιά θα προσθέσω κι έναν φάρο στην καρδιά τους. Δυστυχώς δεν θα αντανακλά φως μα κόκκινο σκοτάδι, παρόμοιο με πάτο ξεφτισμένο απ’ το περκάλι του δειλινού. Μα αυτό που προέχει θαρρώ, είναι η κατασκευή μιας μπουκάλας οξυγόνου. Θα τη φορέσω στο κοριτσάκι μου για ν’ αναπνέει λεύγες πολλές κάτω απ’ τον πυθμένα της απουσίας μου.





Ράβω σκιές για να ντυθούν
χρόνια γυμνά
που δεν σε φέρνουν.


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

~Πηνελόπη Ζαρδούκα~


Η Πηνελόπη Ζαρδούκα γεννήθηκε στον Πυργετό Λάρισας στις 3 Ιουνίου του 1986. Σπούδασε Φιλοσοφία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Παν/μιο Αθηνών. Παρακολούθησε το διετές ποιητικό εργαστήρι του Τάκη Σινόπουλου στον Περισσό Αττικής. Η ποιητική συλλογή Αιωρείν αποτελεί την πρώτη έντυπη ποιητική συλλογή της και την εκατοστή επετειακή έκδοση των εκδόσεων Θράκα που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2019.







 Έναστρο κουτάλι

το απόγευμα στο φλιτζάνι ανακατεύω τα μάτια τα μάγουλα το μέτωπο τη μύτη το κουτάλι μου αθόρυβα μέσα στην καφετέρια τα βλέμματα σηκώνονται πάνω απ’ την πόλη κοιτούν τον έναστρο ουρανό χωρίς να τραβάω τα βλέμματα στο φλιτζάνι ανακατεύω τα μάτια αθόρυβα η πόλη κουτάλι χωρίς μέτωπο χωρίς μύτη κοιτούν μέσα στον έναστρο ουρανό τα πρόσωπα χωρίς βλέμματα τραβάω τα μάγουλα το κουτάλι μου χωρίς πόλη χωρίς έναστρο χωρίς φλιτζάνι ανακατεύει το απόγευμα στην καφετέρια το έναστρο κουτάλι μου τα μέσα βλέμματα απόγευμα χωρίς μάτια κοιτούν πάνω απ’ την πόλη χωρίς ουρανό σηκώνονται οι μύτες στα μάγουλα στο μέσα φλιτζάνι αθόρυβα ανακατεύω το μέτωπο


 Στο μοντερνείο

Οι λέξεις φορέσανε καπέλα και πέταξαν τη στίξη
χωρίς ρυθμό χωρίς σκοπό
και δίχως μετρική
αναμετριούνται με την απομνημόνευση
πίνουνε τον καφέ τους σαν κάθε μέρα
και ομοιοκαταληκτούν μόνο στον εαυτό τους
χωρίς να βγάζει κανείς νόημα
πολλές φορές
σκοτεινές και ακαταλαβίστικες
με τίτλους ιεροφάντες
οι λέξεις στο μοντερνείο πέταξαν
και αγνοείται η λογική τους τύχη
πόσες συλλαβές χρειάζεται ο ρεαλισμός;
στο μοντερνείο θα τις βρεις
κρυμμένες διεστραμμένες άηχες
μέσα σε εικόνες ατελείς
«Θάνατος στους έμμετρους στίχους!»
φωνάζουν οι λέξεις κάποτε
«Θάνατος» «Θανή» και «Τελευτή»
στον λυρισμό και σε όλους τους –ισμούς
μα βέβαια λέξεις είν’ κι αυτές
και στο μοντερνείο κρεμάλες στήνονται
και κάποιες λέξεις
δεν ζουν
τη λεξαφέτηση
και στο «μετά-»
πέφτουν νεκρές.








 Υπναγωγείο

Παλαμάκια παίξετε
κι ο Μπαμπούλας έρχεται
να μας φέρει κατιτίς
αλυσίδες επί γης

Παλαμάκια παίξετε
κι ο Εφιάλτης έγνεψε
δέκα ώρες στη δουλειά
η αργία στα χαρτιά

Παλαμάκια παίξετε
η Μαρφίν σας χαιρετάει
στον βωμό της ξιπασιάς
η δουλεία της δουλειάς

Παλαμάκια παίξετε
και ο Χρόνος πέρασε
κολασμένοι αδαείς
αναλώσιμοι ευθύς



Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

~Τάσος Σαλτερής~










                            Η λακκούβα 


Τις ημέρες εκείνες είχε κάνει την εμφάνισή της στο δρόμο μια λακκούβα. Δεν ήταν κάτι καινούργιο, αντίθετα επρόκειτο για καθημερινό φαινόμενο. Ήταν τέτοια η ποιότητα της ασφάλτου που κάθε τρεις και λίγο μια καινούργια τρύπα έχασκε καταμεσής μέχρι κάποια στιγμή το συνεργείο του Δήμου να την μπαλώσει όπως όπως, μέχρι να ξανανοίξει η ίδια ή κάποια καινούργια σε άλλο σημείο και ούτω καθεξής. Συνηθισμένα πράγματα δηλαδή.

Η λακκούβα εκείνη έχασκε στη μέση του δρόμου αναγκάζοντας τους οδηγούς να κάνουν ελιγμούς για να την αποφύγουν αλλά και τους πεζούς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί γιατί δεν ήταν και δύσκολο να τραυματιστούν από κάποιο στραβοπάτημα. Αυτό άλλωστε ήταν γενικός κανόνας, ίσχυε για όλες τις λακκούβες που είχαν κάποιο υπολογίσιμο μέγεθος.

Το θέμα με τη συγκεκριμένη είναι ότι όχι μόνο δεν την έκλεισε κάποιο δημοτικό συνεργείο (εντάξει, αυτό δεν ήταν και τόσο θέμα γιατί άλλες περίμεναν χρόνια μέχρι να κλειστούν και άλλες δεν έκλειναν ποτέ) αλλά ότι σιγά σιγά άρχισε να βαθαίνει. Ενώ δηλαδή το μέγεθός της παρέμενε ίδιο (δεν θα ξεπερνούσε το μισό μέτρο σε μήκος, και ακόμη λιγότερο σε πλάτος) εν τούτοις το βάθος της μεγάλωνε. Αυτό  βέβαια φαινόταν λογικό, διότι ο άγνωστος λόγος που έκανε το οδόστρωμα να υποχωρεί δεν είχε αντιμετωπιστεί κι έτσι η υποχώρηση συνεχιζόταν.

Μέρα με την ημέρα λοιπόν, γινόταν όλο και πιο βαθιά. Τόσο, που διάφοροι περαστικοί και περίεργοι σταματούσαν από πάνω της για να κοιτάξουν μήπως καταφέρουν να εντοπίσουν τον πάτο της που κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά. Στο τέλος δεν ήταν πια ορατός και το μόνο που φαινόταν ήταν η επιφανειακή στρωματογραφία του εδάφους κι έπειτα σταδιακά συνεχιζόταν ένα μαύρο τούνελ μικρής διατομής που δεν ήξερε κανείς μέχρι πού έφτανε. Σαν να κατευθυνόταν προς τα έγκατα της γης. Στο τέλος όλοι πια συνήθισαν το φαινόμενο, σταμάτησαν να ασχολούνται και ξέχασαν ακόμη και το ότι θα μπορούσε να έρθει κάποιο συνεργείο για να την κλείσει.

Ακριβώς την περίοδο εκείνη ήταν που ο μικρός Γ. δεν γύρισε στο σπίτι του το μεσημέρι. Ανάστατοι οι γονείς του πήγαν μέχρι το σχολείο, έψαξαν στους δρόμους της γειτονιάς, ρωτούσαν τους συμμαθητές του και γεμάτοι αγωνία δήλωσαν την εξαφάνιση στην αστυνομία.

Μια μέρα αργότερα χάθηκε και ο μικρός Χ. Αυτή τη φορά δεν γύρισε στο σπίτι μετά το σχόλασμα από το φροντιστήριο. Και λίγο μετά άρχισε να αγνοείται και η μικρή Κ., που είχε βγει στην πλατεία να παίξει με τις φίλες της. Η γειτονιά και ολόκληρη η πόλη είχαν αναστατωθεί. Είχαν όλοι καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά αρπάζονται από κάποιον νοσηρό τύπο που ικανοποιούσε ποιος ξέρει τι ορέξεις με κίνδυνο φυσικά ακόμη και να τα σκοτώνει, όπως ο Δράκος του Ντίσελντορφ στην ταινία «Μ» του Φριτς Λανγκ.

Η υπόθεση αυτή θα είχε γίνει βεβαιότητα, μέχρι που άρχισαν να εξαφανίζονται και ενήλικες. Πρώτα ο κύριος Ζ., μετά η κυρία Ρ., μετά άλλος, κι άλλος, κι άλλος, μετά ξανά ένα παιδί, και οι εξαφανίσεις συνεχίζονταν αυξανόμενα. Πλέον χάνονταν άνθρωποι μαζί με τα αυτοκίνητά τους ή με τις μοτοσυκλέτες τους, και οι εξαφανίσεις ήταν εντελώς ξαφνικές. Μπορούσε κάποιος να περπατά στο δρόμο και ξαφνικά να χαθεί χωρίς κανένα σημάδι, καμία φωνή, κανένα ίχνος. Μπορούσε να περπατά κάποιος μαζί με κάποιον άλλον, να συζητούν και την επόμενη στιγμή ο ένας από αυτούς να μην υπάρχει πουθενά.   Έφτασε μάλιστα στο σημείο να χάνονται και ολόκληρα λεωφορεία γεμάτα επιβάτες .

Ένα άλλο κοινό σημείο σε όλες αυτές τις υποθέσεις ήταν ότι, στην αρχή τουλάχιστον, οι αγνοούμενοι χάνονταν όταν περπατούσαν ή όταν βρισκόντουσαν γενικά στο δρόμο. Όταν αυτό έγινε αντιληπτό κυκλοφορούσαν όλοι ολοένα και λιγότερο και προσπαθούσαν να μετακινούνται γρήγορα ώστε να ελαχιστοποιήσουν το χρόνο της έκθεσης στον κίνδυνο. Και αυτό όμως δεν φάνηκε να διασφαλίζει κανέναν. Έβλεπε κανείς στους δρόμους τους πεζούς να περπατούν τρέχοντας, όσο πιο γρήγορα μπορούσε ο καθένας. Με το άγχος και τον τρόμο να τους κυριεύει ούτε που πρόσεχαν την κίνησή τους κι έτσι ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλον, ενώ όσοι κινούνταν πιο αργά σπρώχνονταν από τους πιο γρήγορους και συχνά πολλοί έπεφταν κάτω, σωριασμένοι είτε από απροσεξία – γλιστρώντας π.χ. ή προσπαθώντας να ανέβουν στο πεζοδρόμιο ή να κατέβουν από αυτό – είτε από βίαιες κινήσεις προκειμένου να παραμερίσουν για να περάσει αυτός που τους έσπρωχνε. Αλλά και στο δρόμο η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη: όλοι οδηγούσαν πανικόβλητοι, νευρικά, ταχύτατα, ακόμη και σε στενά όπου δεν θα έπρεπε κανείς να τρέχει, παρασύροντας ή ακόμη και εκσφενδονίζοντας συχνά πεζούς που τρέχοντας απρόσεχτα δεν προλάβαιναν να προστατευτούν. Όλοι επίσης έκαναν διαρκώς σφήνες, κι έτσι η κατάσταση στην άσφαλτο είχε γίνει χαοτική με πολλούς δρόμους να είναι μπλοκαρισμένοι χωρίς να υπάρχει πραγματικά κίνηση.

 Έτσι, ενώ αυξήθηκαν ραγδαία τα κάθε είδους τροχαία ατυχήματα, σαν αποτέλεσμα της νευρικής, αγχωμένης γρήγορης οδήγησης αλλά και της απροσεξίας των πεζών που έτρεχαν να προλάβουν και δεν πρόσεχαν μέσα στον πανικό τους την κίνηση των αυτοκινήτων, οι εξαφανίσεις συνέχισαν να αυξάνονται.

Μέχρι που πλέον επεκτάθηκαν και σε ανθρώπους που βρίσκονταν σε σπίτια και σε εσωτερικούς χώρους. Εξαφανίζονταν άνθρωποι που μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν είχαν κλείσει το τηλέφωνο, που μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν κάποιος τους είχε δει στο παράθυρο,  που κοιμόντουσαν κανονικά στο κρεβάτι τους και το ξημέρωμα απλώς δεν ήταν εκεί. Μπορούσε να βρίσκεται κάποιος σε ένα δωμάτιο μιλώντας με κάποιον άλλον που βρισκόταν στο σαλόνι μέχρι που ο ένας από τους δύο να πάψει να ακούγεται.

 Ο τρόμος βασίλευε παντού. Η κίνηση στην πόλη είχε αραιώσει εντελώς, οι δρόμοι είχαν ερημώσει μέρα και νύχτα, ο πληθυσμός αραίωνε συνεχώς και κανείς από τους εναπομείναντες δεν θυμόταν πια τη λακκούβα. Στο τέλος δεν έμεινε κανείς για να τα συνδυάσει.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

~Ξένια Καλαϊτζίδου~

Η Ξένια Καλαϊτζίδου γεννήθηκε το 1989 στην Πένζα της Ρωσίας. Έχει σπουδάσει στο Πολυτεχνείο του Α.Π.Θ και είναι πτυχιούχος του ινστιτούτου ρώσικης γλώσσας Αθηνών Πούσκιν. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ένεκεν η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο: "Ήρωες άχαρων πόλεων", ενώ, ποιήματα της έχουν συμπεριληφθεί στην "ανθολογία 77 βραβευμένων ποιητών" των φεστιβάλ ποίησης της Ε.Σ.Λ.Ε.. Έχει μεταφράσει Ρώσους κλασικούς και πρωτοποριακούς ποιητές, Εβραίους αναρχικους ποιητές της Αμερικής, ποιητές και πεζογράφους της Μπενγκαλι, κι άλλους Ασιάτες ποιητές. Είναι τακτική συνεργάτιδα του λογοτεχνικού περιοδικού Ένεκεν και μέλος της διαχειριστικής ομάδας του λογοκεντρικού περιοδικού Αντλία. Άρθρα, μεταφράσεις και ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστολόγια.
Εργάζεται ως καθηγήτρια ρώσικης γλώσσας και διατηρεί το ιστολόγιο: users.auth.gr/xkalaitz
 
 


Θαλάμου και απείρου μεταίχμιο 
 Η ώρα μας είναι η αιωνιότητα. Έξω από αυτό το παράθυρο -και ούτε οι κιτρινισμενες κουρτίνες δημοσίων κτιρίων, ίδιες σε κάθε πολιτεία, δεν μπορούν να το κρύψουν- ηχούν οι ύμνοι της ζωής. Πέρα από το πρόχειρο αυτό μεταίχμιο, η αλχημεία της πλάσης αγκυροβόλησε στις ταράτσες, φώλιασε στα αιθέρια λιμάνια, προκαλώντας εμάς τους επισκέπτες της ζωής να ανακαλύψουμε το μυστικό της. Παλαντζαρουμε στο τεχνητό όριο, αυτό το δοξασμένο δημιούργημα του ανθρώπου που του σερβίρει τον κόσμο του στο πιάτο της αυγής και του υπαγορεύει την προσγείωση. Όταν γέρνουμε από τη μέσα πλευρά, γεμίζοντας τα μέλη μας με την κλεισούρα των οικογενειακών τάφων, εγκλωβίζοντας την ανυπαρξία στο κακοβαμμενο σούρουπο του δανεικού κόσμου που μας δόθηκε μα δε μας προσφέρθηκε, ψηλαφούμε λαίμαργα στο πάτωμα το στολισμένο με απόβλητα κενό. Μόλις ξεφύγουμε από την ξοφλημενη, γεμάτη ανάσες, διαύγεια του τζαμιού και πάμε στην άλλη πλευρά, εκεί η αγκαλιά της αιωνιότητας θ' ανοίξει δίχως να περιμένει τίποτε. Άσπρα και μαύρα φτερά θα φυτρώσουν στην πλάτη οδηγώντας μας στην αρχή της ύπαρξης μας, όπου δε θα ξεμεθυσουμε, μόνοι και γεμάτοι από το αόρατο σώμα του απείρου, ενωμένοι και πληρωντες τη νύχτα του σύμπαντος. Με αυταπάρνηση θα υποδεχτούμε το φως της γης για να τυφλώσει τα σωθικά μας και να δούμε ξαστερα τους βλαστούς της αλήθειας χωρίς την απαίτηση να γευτούμε την πρωινή δροσιά τους. Με πάθος θα κάνουμε τη μοιραία μας κατάδυση στο σκοτάδι και εκεί στο ζεστό του λίκνο θα ξεπροβάλουν τα μακρινά και ανείπωτα αστέρια, χαράσσοντας με τις κοφτερές ακτίνες τους το δρόμο. Στο τέλος του, όλα τα χρώματα της αιωνιότητας χάνονται στο λευκό.

 

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

~Ρωξάνη Νικολάου~


Η Ρωξάνη Νικολάου φοίτησε στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Χαϊδελβέργης και σε δυο σχολές στην Αθήνα (Λαϊκού Θεάτρου Ν. Καμτσή και Σχολείον της Νυχτός) για την τέχνη της Σκηνογραφίας και Ενδυματολογίας.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 2000 και είχε τον τίτλο “Ποιήματα 1991-1999”

Τα ποιήματα της συλλογής “Ψαλιδιστής” γράφτηκαν την περίοδο 2008-2018.

Ζει με την οικογένειά της στο Κολόσσι της Λεμεσού· εκεί όπου γεννήθηκε.





















Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

~Γιάννης Σ. Βιτσαράς~


Ο Γιάννης Σ. Βιτσαράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. Το 2017, κυκλοφόρησε, η πρώτη του ποιητική συλλογή: ‘’Σχιζοφασία Ποιήματα 2007-2017’’, εκδ. Οδός Πανός, ενώ το 2018 από τις ίδιες εκδόσεις, κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή: ‘’Τα κοριτσάκια του Κάτω Κόσμου’’.








~Κατερίνα Κονιδάρη~


Η Κατερίνα Κονιδάρη γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε μεγάλα διαστήματα στην Ιταλία. Είναι ψυχολόγος, με ειδίκευση στην συμβουλευτική εξαρτήσεων και την ψυχοθεραπεία. Εργάζεται στο Κ.Ε.Θ.Ε.Α. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα αφορούν το ρόλο των αφηγήσεων στις θεραπευτικές κοινότητες. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, με τίτλο ''Λουτρό Οξυτοκίνης'', που συζητήθηκε ιδιαίτερα στο χώρο της απεξάρτησης και έλαβε θετικές κριτικές, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. 













ΚΑΤΑ ΤΥΧΗ




Ανέβαζα εξυπνάδες στο Facebook για να μου λένε πόσο εύστοχος είμαι, στις πληροφορίες για εμένα έγραφα ότι γεννήθηκα το 1981 στην Κέρκυρα, ότι ενδιαφέρομαι για άντρες και για γυναίκες, ότι είμαι χριστιανός και έχω μπερδεμένες πολιτικές απόψεις. Επίσης ότι ζω στην Αθήνα και ότι είχα πάει σε διάφορα μέρη, για τα περισσότερα από τα οποία έχω και φωτογραφίες. Στο «Δουλειά και εκπαίδευση» δεν είχα γράψει τίποτα, γιατί είμαι άνεργος και δεν έχω όρεξη να με ρωτάει κανένας τι έκανα και τι δεν έκανα. Στις αγαπημένες μου φράσεις έλεγα ότι η ευτυχία είναι κάτι πραγματικό, κατασκευάζεται σαν μια καρέκλα, χωρίς να αναφέρω ποιος το είχε πει, γιατί δεν θυμόμουν και ούτε προσπαθούσα πια να θυμηθώ. Πάντα είχα ένα πρόβλημα με τη μνήμη, αλλά νομίζω ότι παραιτήθηκα ακόμα και από αυτή τη διάθεση να κάνω την παραμικρή προσπάθεια να το λύσω, από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι κάθε δευτερόλεπτο, κάθε δέκατο, υποδέκατο, παραδέκατο του δευτερολέπτου έπρεπε να στηρίζομαι στο έδαφος, σε μια κατάσταση επισφαλούς ισορροπίας, πράξη στην οποία διοχέτευα την όλο και μειούμενη ενέργειά μου. Γιατί -αν και αυτό δεν το είχα γράψει στα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά- το είχα φιλοσοφήσει και είχα καταλήξει ότι το παρόν στην πολη, το παρόν, η πολη, όλοι οι άλλοι που κινούνται δίπλα μου, δηλαδή η πόλη, αλλά κυρίως το παρόν, αυτή η κατάσταση, είναι ένα δίχτυ μπερδέματος και ακατανοησίας, ένας ακαταπόνητος εχθρός, απέναντι στον οποίο χρειάζεσαι πάντα όλη σου την προσοχή για να τα βγάλεις πέρα. Παντού υπάρχουν κίνδυνοι και τρύπες στα πεζοδρόμια, πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα, να πηδάς, να τα αποφεύγεις, να κρατιέσαι, γιατί μπορεί απλώς να σκαλώσει το πόδι σου, να πέσεις, να ανοίξει το κεφάλι σου, να μαζευτεί από πανω σου ένα μπουλούκι, να φωνάζει για να σε σώσει, από εδώ, όχι, από εκεί, να σε τρέχουν στα νοσοκομεία, να μην έχουν μαγνητικό, να περνάει η ώρα και κάπου εκεί να ψοφήσεις. Καλύτερα στο σπίτι. Πρώτον προστατεύεσαι και δεύτερον αν, λέμε αν, θελήσεις να αυτοκτονήσεις θα το κάνεις έχοντας πέσει τελοσπάντων σε μια απελπισία, όχι σε μια κατάντια, σε μια τρύπα στο τσιμέντο που σε ρούφηξε τυχαία. Γιατί έξω δεν έχεις την ηρεμία να πεις «τώρα θα πεθάνω», πουθενά δεν θα βρεις μια ωραία, παλιά άδεια γέφυρα για εσένα, ένα ποτάμι για πτώση, όχι, οι άλλοι τριγύρω θα σε κρατούν στυλωμένο και θα πρέπει να σταθείς έτσι, όρθιος ανάμεσα σε όρθιους, έξω πρέπει μόνο να ζεις και να πηγαίνεις μπροστά. Και δεν είναι τρομερό να έχεις στο μυαλό σου να αυτοκτονήσεις και να περάσει ένα λεωφορείο, να φας την εξάτμιση, να ζαλιστείς, να πέσεις και αυτό ήταν, να μείνεις εκεί στον τόπο; Tι σόι αυτοκτονία είναι αυτή;
Και έτσι κλείστηκα μέσα. Στο σπίτι είχα τον έλεγχο της ζωής μου, αν ήθελα να ζήσω, και του θανάτου μου, αν ήθελα να πεθάνω. Απλό ήταν. Αν και κατά βάση να ζήσω ήθελα. Όλοι όμως νόμιζαν ότι κατέστρεφα τον εαυτό μου. Δεν είχαν πανικοβληθεί βέβαια τόσο όσο όταν πέθανε ξαφνικά από καρδιά η μάνα μου και πήγα μεν στην κηδεία, αλλά αμέσως μετά ξανακλείστηκα και δεν έβλεπα κανέναν. Έρχονταν και με τραβολογούσαν να βγω. Έλεγαν ότι είναι λογικό να είμαι θλιμμένος, αλλά φοβούνταν ότι αυτός ο εγκλεισμός ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικός για το μέλλον μου. Μου τόνιζαν ότι δεν είμαι μόνος γιατί, μπορεί να είχα χάσει μικρός τον πατέρα και τον αδερφό μου, τώρα και τη μητέρα μου, είχα όμως τους φίλους μου. Εγώ πάλι τους εξηγούσα ότι μένω στο σπίτι ακριβώς για να προφυλάξω τον εαυτό μου, γιατί ειδικά τώρα -δεν το καταλάβαιναν, αλλά εγώ λυπήθηκα που έχασα τη μάνα μου, αυτό θα άλλαζε σύντομα τη ζωή μου, ποιος θα με έθρεφε- ήταν αδύνατο να έχω τις κεραίες όρθιες για κάθε χαλασμένο σκαλοπάτι σε δημόσιο κτίριο, για κάθε αυτοκίνητο που πετάγεται με κόκκινο, για κάθε μηχανάκι σε πεζοδρόμιο να σου περνάει ξυστά, σίγουρα θα έπεφτα. Όπως και αν είχε κάποια στιγμή, τους έλεγα, θα αναγκαζόμουν να βγω για να φάω, έστω και με κίνδυνο της ζωής μου. Πρώτα όμως θα εξαντλούσα και το τελευταίο κουλουράκι, που μου είχε αφήσει η μάνα μου μαζί με άλλα φαγητά πριν πεθάνει. Έφταναν πανω-κάτω για ένα μήνα.
Είχα βάλει λοιπόν ένα πολύ αυστηρό πρόγραμμα για τη διαχείριση των αποθεμάτων, που μου απορροφούσε σχεδόν όλο το ενδιαφέρον. Το πρωί έπινα καφέ με γάλα, που σύντομα, όταν τέλειωσε ακόμα και το συμπυκνωμένο, έγινε καφές σκέτος για να γίνει τσάι σκέτο, όταν τέλειωσε και ο καφές. Μαζί έτρωγα μισό κουλούρι – τα κουλούρια κράτησαν σχεδόν μέχρι το τέλος. Είχα βάλει τα πάντα στην κατάψυξη και κάθε πρωί έβγαζα ένα τάπερ με φαγητό για το μεσημέρι, ζέσταινα το μισό περιεχόμενο και άφηνα το υπόλοιπο για το βράδυ. Τότε, έπινα και ένα ποτηράκι κρασί. Καμιά φορά και δύο ή τρία. Κοιμόμουν αργά, έμπαινα στο Facebook, έκανα like σε φωτογραφίες και πετούσα μερικά χαριτωμένα για το ποδόσφαιρο και τον καιρό. Όσο τραβούσε. Τελευταίο είχα αποφασίσει να φάω το γιουβέτσι, γιατί ήταν το αγαπημένο όλων μας, από τότε που μέναμε στην Κέρκυρα.
Όταν, αφού είχα χάσει καμιά δεκαριά κιλά και δεν είχε μείνει ούτε ένα κουταλάκι ζάχαρη, αποφάσισα να πάω μέχρι το μπακάλικο. Την επόμενη βγήκα να αγοράσω γάλα. Με είδε ένας φίλος, γείτονας, αναθάρρησε και μου είπε να πάμε για καφέ αν ένιωθα καλύτερα. Του είπα ναι, όπως και στον επόμενο, που με πήρε τηλέφωνο για να πάμε για φαγητό. Όλοι έλεγαν ότι είχα δείξει δύναμη ψυχής, είχα ξεπεράσει το βαρύ πένθος, η ζωή ήταν μπροστά μου για να τη ζήσω. Αλλά εγώ ήξερα ότι ήταν μόνο θέμα φαγητού, αυτό με ανάγκασε να αφεθώ στη μοίρα μου και να βγω στους δρόμους, τα λεωφορεία και τα μηχανάκια του παρόντος και των παρόντων-διάφορων ενοχλητικών. Τι να έκανα, προσπάθησα να αποδεχτώ ότι μπορεί να γλιστρήσω στις σαπουνάδες της κυρίας που πλένει την είσοδο της πολυκατοικίας, να σπάσει ο λαιμός μου και να πεθάνω μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο, που θα είχε κολλήσει στην κίνηση, ακούγοντας ίσως προς το τέλος τη σειρήνα του, αν δούλευε κι αυτή. Μισώ το παρόν στην πόλη, την πολη, το παρόν, δεν γίνεται να ζεις στο παρόν, αυτά είναι βλακείες, μόνο να αντιστέκεσαι στην πτώση. Και το χειρότερο από όλα, η αυτοκτονία δεν χωράει στην πόλη, ε, τότε τι πολη είναι αυτή, δεν μας άξιζε ποτέ μια πολη να αυτοκτονήσουμε. Μόνο να πεθαίνουμε τυχαία, παλεύοντας, λέει, να ζήσουμε.














My way or the highway



«Ίσα που θα με κοροϊδέψεις εμένα, ρε! Τι είσαι; Για την πλατεία είσαι εδώ και τώρα» είπε ο υπεύθυνος της κοινότητας σε ένα μέλος που είχε κρύψει ότι στην παραγγελία του σούπερ μάρκετ δεν είχε υπολογίσει αρκετά αγγούρια, με αποτέλεσμα να βάζει λιγότερα στις σαλάτες. Και ναι μεν η κοροϊδία του κράτησε τέσσερις μέρες, χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, την πέμπτη όμως, που ήρθε να φάει μαζί με την κοινότητα ο υπεύθυνος, που τρελαίνεται για αγγούρια, αποκαλύφθηκε η απάτη.
H σκηνή εξελίχθηκε ως εξής: καθίσαμε στο τραπέζι ακριβώς στη μία, όπως όριζε το πρόγραμμα και ο απατεώνας των αγγουριών, ο οποίος ήταν και υπεύθυνος της ομάδας κουζίνας έδωσε το ΟΚ να αρχίσουμε να τρώμε. Όλοι ήταν κάπως σφιγμένοι, τόσο εμείς όσο και τα μέλη, γιατί είχε έρθει, χωρίς να τον περιμένουμε, ο υπεύθυνος της κοινότητας. Φαινόταν μάλιστα κακόκεφος, γεγονος που δεν προμήνυε τίποτα καλό. Ανακάτευε το κριθαράκι και έτρωγε προσεκτικά. «Πολύ ωραίο» είπε «μπράβο» και αναθαρρήσαμε προς στιγμή. Όταν όμως ρώτησε από ποιο πιάτο μπορούσε να βάλει σαλάτα, ο απατεώνας δεν του πρότεινε το κοντινότερο μπολ, αλλά αυτό που ήταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού, κάτι που αμέσως έβαλε σε σκέψεις τον δαιμόνιο υπεύθυνο, που ζήτησε να δει και τα δύο. Υποθέτω ότι κρύος ιδρώτας θα έλουσε τον απατεώνα και μπορεί να είχε φτάσει έως και να ζαλίζεται όσο ο υπεύθυνος με μια κουτάλα έψαχνε να βρει τα αγγούρια στις δύο σαλάτες μπροστά του και παρατηρούσε ότι αυτή που προοριζόταν για τη δική του πλευρά του τραπεζιού είχε λιγότερα.
«Που είναι τα υπόλοιπα;» ρώτησε.
«Συγγνώμη, από ότι φαίνεται μας έπεσαν πιο πολλά στην άλλη» είπε ο απατεώνας ξεροκαταπίνοντας.
«Και γιατί αυτό παρακαλώ;» ρώτησε ο υπεύθυνος με τη δήθεν ευγένεια, που πάντα έκρυβε ειρωνεία και επικείμενη επίθεση.
Ο απατεώνας είχε κατεβάσει το κεφάλι και πριν καλά καλά προλάβει να απαντήσει ή να αρθρώσει τελοσπάντων το οτιδήποτε, ο υπεύθυνος είχε σηκωθεί από την καρεκλά του και ωρυόταν ότι αυτόν δεν μπορούν να τον κοροϊδεύουν έτσι και ότι ατιμίες σαν αυτή δεν χωράνε στην κοινότητα. Έριξε ένα άγριο βλέμμα και σε εμάς που δεν το είχαμε καταλάβει νωρίτερα και έκανε ένα νεύμα να τον ακολουθήσουμε.
Στο γραφείο του ανακοίνωσε τη θεραπευτική παρέμβαση, την οποία βέβαια είχε ήδη υπαινιχθεί στο τραπέζι και αυτός ό,τι λέει το κάνει. Ο απατεώνας σε κάθε διάλειμμα της κοινότητας, δηλαδή μια φορά μετά το μεσημεριανό και μια φορά το απόγευμα στις 19:30, θα στελνόταν στην κοντινότερη πιάτσα τοξικομανών για να καταλάβει ότι μόνο εκεί μπορούσε να ανήκει αν συμπεριφέρεται με τέτοιον κατάπτυστο τρόπο. Μαζί του ορίσαμε να πηγαίνει και ένα παλιότερο μέλος με αποδεδειγμένες καθαρές αξίες για να μην είναι μόνος του μέσα στον κίνδυνο. Σε δεύτερη φάση ο υπεύθυνος ασχολήθηκε και μαζί μας, ειδικά με εμένα που είχα την εποπτεία της ομάδας κουζίνας, για να του εξηγήσω τι συμβαίνει και προκύπτουν τέτοιες πρεζάκικες συμπεριφορές. Με ρώτησε με τον ίδιο τόνο που είχε ρωτήσει και τον αρχιαπατεώνα -δηλαδή χωρίς να περιμένει απάντηση- και συνέχισε λέγοντας πως αν δεν μπορούσα να κάνω τη δουλειά εκεί, καλά θα έκανα να πήγαινα να κάνω συμβουλευτική σε καμιά κυράτσα που της έσπασε το νύχι. Φυσικά δεν είπα τίποτα, μόνο άρχισα σιγά σιγά να αγανακτώ κι εγώ για το πώς τόλμησε όντως να κάνει αυτό που έκανε ο μαλάκας, ο πρεζάκιας, και μας έμπλεξε όλους σε τέτοια αναστάτωση ̶ η ώρα είχε πάει επτά και ακόμα ήμουν στη δουλειά.
Την επόμενη μέρα βέβαια πίναμε τον καφέ μας στο γραφείο, πριν ξεκινήσουμε ακόμα τις πρωινές συναντήσεις με τα μέλη, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, έτσι γινόταν πάντα, όταν δεν ήταν ο υπεύθυνος μπροστά ήμασταν ψύχραιμοι, δεν αιφνιδιαζόμασταν εμείς. «Το να βγει στην πιάτσα ο Τάσος ήταν μια πολύ καλή ιδέα, θα τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει τι κάνει» είπε μία ζεσταίνοντας τα χέρια της στην κούπα, «Έτσι που πήγαινε εκεί θα κατέληγε, καλό θα του κάνει» είπε ένας άλλος ρουφώντας τον καφέ του και «Ναι, νομίζω ότι, αφού θα τον παρακολουθεί και ο Στέλιος, μια χαρά θα πάει» είπε και η τρίτη της παρέας. Εγώ έδωσα έναν, πώς να τον πεις, οριστικό τόνο: «Παιδιά, κακά τα ψέματα, εδώ είναι για όποιον αντέχει, αν θέλουν ντάντεμα, να πάνε στη μεθαδόνη», γιατί το σκέφτηκα καλά και είπα ότι αυτά θέλουν τα πρεζάκια για να καθαρίσουν, ο υπεύθυνος ξέρει, ίσως θα έπρεπε μόνο να του το δείχνω λίγο περισσότερο, γιατί δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τους ειδικούς, τι να του λέγαμε εμείς, αυτός είχε φάει το δρόμο με του κουτάλι -ίσως και το ίδιο κουτάλι που έψαξε τα αγγούρια- ξέρει, το μόνο που έχω να κάνω είναι να του το δείχνω, αυτό μόνο, για να μη μου λέει για κυρίες του καναπέ και τέτοια, τη δουλειά την είχα ανάγκη.
Να πω εδώ ότι τελικά ο Τάσος, ο αρχιαπατεώνας των αγγουριών, διέκοψε. Ένα απόγευμα δεν γύρισε, έμεινε στην πιάτσα, ο Στέλιος είπε ότι τον έχασε, αλλά εμείς ήμασταν σίγουροι ότι είχαν τακιμιάσει, το έλεγε και ο υπεύθυνος. Ο Στέλιος είχε ευθύνη και έτσι αποφασίσαμε να στείλουμε και αυτόν στην πλατεία, με τον Μάριο αυτή τη φορά να τον προσέχει. Έφυγαν και οι δύο την ίδια μέρα. Δεν άντεξαν. Ήταν πρεζάκια ακόμα. Κρίμα. Ειδικά στον Στέλιο είχαμε πιστέψει.