Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

~Σταύρος Παναγιωτίδης~

Ο Σταύρος Παναγιωτίδης γεννήθηκε το 1982 στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει μεταπτυχιακές σπουδές Πολιτικής Έπιστήμης και Ιστορίας. Έίναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας. Ζει στην Αθήνα. Το Κουρασμένο Μέλι είναι το πρώτο του βιβλίο. 











{Στην άμμο. Νερό. Στα πόδια μου. Ο άνεμος έχει δυναμώσει πολύ και η στάθμη ανεβαίνει. Τα κύματα φτάνουν όλο και πιο έξω. Στέκομαι και κοιτάζω τη θάλασσα. Αγριεμένη απλώνεται μπροστά μου. Πάντα την προτιμούσα έτσι. Η ήρεμη θάλασσα σχεδόν με μελαγχολούσε. Η ταραγμένη με έκανε να νιώθω πως είναι ζωντανή, πως κάτι ανάσαινε εκεί, πως ανάσαινε η ίδια η θάλασσα μέσα μου, με αγρίευε. Μου επιβεβαίωνε πως είμαι κι εγώ ζωντανός. Σε μια τέτοια ώρα είχα σκεφτεί παλιά πως ίσως για αυτό οι άνθρωποι να την αγαπούν, γιατί νιώθουν πως τους μοιάζει, έτσι άστατη που είναι, τη μια ήρεμη και γαλήνια και την άλλη αγριεμένη και καταστροφική. Σκέφτομαι τον βυθό, πως θα έχει τώρα αναταραχθεί, πως πέτρες, φύκια και νεκρά όστρακα θα γίνονται ένα σώμα που θα το ξεβράσει το πρωί το νερό όταν τραβηχτεί, πως τα πλάσματά του θα έχουν κρυφτεί τώρα στις σπηλιές του για να γλιτώσουν από τα τρελά ρεύματα, για να περιμένουν να περάσει η τρικυμία. Οι σπηλιές του βυθού τη νύχτα. Για όσους δεν τις ξέρουν, είναι η ίδια η εικόνα του φόβου. Το τι μπορεί να σε περιμένει εκεί. Ναι… Αυτό είναι. Εγώ, όχι, εγώ δεν έχω να φοβάμαι τις σπηλιές που θα βρω μπροστά μου. Μα τη σπηλιά που έχει εγκατασταθεί πια στο δικό μου βυθό. Και δεν έχει εκεί κάτι άγνωρο, μα ένα οικείο κακό. Μια σπηλιά γεμάτη από σμέρνες είναι, από αυτές που είχα δει πολλές φορές μπροστά μου όταν εξερευνούσα τους βυθούς. Σμέρνες που στο σκοτάδι του εαυτού μου ξεπετάγονται κάθε τόσο από τη σπηλιά και με δαγκώνουν. Ξεπροβάλουν με το παρανοϊκό τους μάτι και χωρίς προειδοποίηση με χτυπούν, πότε μία-μία, πότε όλες μαζί. Πιάνονται πάνω μου, σφίγγονται με το σώμα και τα δόντια τους, με αρπάζουν, μου αρπάζουν την ψυχή. Πονάω. Όσο σκέφτομαι την Λάιμα, όσο ρίχνω μέσα μου τη μνήμη όσων ένιωσα τόσο αυτή διαλύεται σαν σκόνη στα νερά του βυθού μου και τρελαίνει τις σμέρνες που μου ορμάνε και με δαγκώνουν. Και όλο και πιο πολλές τώρα με κρατάνε, όλο και πιο πολλές με πονάνε. Μα εγώ ξέρω κάτι που το γνωρίζουν όσοι τις έχουν συναντήσει. Ένα μυστικό επώδυνο. Πως τα δόντια της σμέρνας δεν είναι μόνο κοφτερά σαν ξυράφια. Μα και διαγώνια, λοξά βαλμένα στο στόμα της. Και έτσι, όταν δαγκώσουν κάτι δεν μπορούν ποτέ να το αφήσουν όπως το βρήκαν, δεν μπορεί να ακολουθήσει το κεφάλι τους την αντίστροφη φορά, να κάνει πίσω και να αφήσει αυτό που άρπαξε. Η σμέρνα είναι δεμένη με αυτό που δαγκώνει. Και ο μόνος τρόπος να την διώξεις από πάνω σου είναι να αποδεχτείς πως ένα κομμάτι σου, θα το χάσεις για πάντα. Κάτι πρέπει κι εγώ τώρα να χαρίσω στις σμέρνες. Κάτι από τη μνήμη μου, από το συναίσθημά μου. Κάτι από αυτήν. Αυτήν. Πρέπει να παραδώσω την ελπίδα μου για αυτήν. Πρέπει να τις αφήσω να μου κόψουν, να μου απομακρύνουν για πάντα το όνειρό μου, πρέπει να ξεχάσω, να τις αφήσω να το κατασπαράξουν, να το πάρουν μακριά μου, να το εγκαταλείψω, να τους το παραδώσω για να το φάνε, να αποφασίσω πως δεν γίνεται πια να κουβαλάω άλλο αυτό το κομμάτι, δεν γίνεται, αν θέλω να απαλλαχτώ από το δάγκωμά τους, από τον πόνο μου, δεν γίνεται, πρέπει να απαλλαχτώ από αυτό, από την ελπίδα μου, από το όνειρό μου, από αυτήν, από την εικόνα της, από την Λάιμα, από το γυμνό της σώμα, από αυτήν, από το άρωμα, τη φωνή της, τα μάτια της, την κίνησή της, από αυτήν, από την κυκλοθυμία της, από αυτήν, από τις αβεβαιότητές της, από τις ανασφάλειές της, από την αγάπη μου για αυτά, από τις στιγμές μας, από την πόλη μας, από αυτήν, από το γέλιο της, από το κλάμα μου, από αυτήν, να απαλλαχτώ, δεν με πονάνε οι σμέρνες, όχι, οι σμέρνες με βοηθάνε να γλιτώσω, να τα κόψω, αυτά με πονάνε, αυτά που κουβαλάω, αυτά που προσπαθούνε να μου κόψουν από πάνω μου, αυτή με πονάει, αυτή, αυτή, αυτός, ο εαυτός μου, οι επιλογές μου, αυτή, όλα, αυτή…}






«Και όλοι ξέρουν πως ο Οδυσσέας γύρισε τελικά στην Ιθάκη. Και ο Καβάφης τους έχει μάθει να λένε πως το ταξίδι, η περιπλάνηση, ήταν το πραγματικά σημαντικό. Αλλά κανείς δεν σκέφτεται πως ίσως το πιο μεγάλο του ταξίδι και την πιο μεγάλη του ανακάλυψη να τα είχε κάνει ο Οδυσσέας στη στεριά. Στο μικρό εκείνο νησί, με την Καλυψώ».
«Και τι ανακάλυψε;»
«Μα τι άλλο; Ό,τι πιο μεγάλο μπορεί κανείς να ψάχνει: τον εαυτό του!».
Του χαμογέλασε αφήνοντας τις τελευταίες λέξεις της να χυθούν καταπάνω του. Η φωνή της έσβησε μέσα στα κόκκινα χείλια της, που έστεκαν μισάνοιχτα, σαν ματωμένες Συμπληγάδες. Το κεφάλι του Έκτορα πάγωσε. Νόμιζε πως ρωτώντας το όνομά της, είχε αλλάξει την συζήτηση που του είχε στήσει για τον εαυτό του. Μα χωρίς να μπορεί ποτέ να το προβλέψει, η Καλυψώ τον κύκλωσε, η αφήγησή της τον τύλιγε σαν πέπλο, ήταν σαν να χόρευε πετώντας γύρω του. Και τον άφησε, έτσι, γλυκά αποχαυνωμένο, να μην μπορεί να αντιδράσει όταν ξαφνικά, εντελώς απροειδοποίητα, σε μια στιγμή αυτής της εναέριας περικύκλωσης, πετάχτηκε από πίσω του και τον κάρφωσε με την μύτη ενός πικρού βέλους: με την σκέψη του εαυτού του. Σαν να τον έβαζε πάλι να απολογείται. Όχι ρητά. Μα την πίεση την ένιωθε στο κοίταγμά της. Σαν να του έλεγε «Σε έχω καταλάβει». Ίσως απλώς να του έλεγε «Σε δοκιμάζω». Το παιχνίδι εξουσίας παιζόταν ακόμη. Δεν είχε σταματήσει ποτέ. Και αυτός έπρεπε να συνεχίσει. Τον τραβούσε. Πάντα τον τραβούσε. Η Καλυψώ τού άφησε λίγα δευτερόλεπτα. Όσο χρειάστηκε η θέρμη του κονιάκ να πλημμυρίσει το στέρνο της και οι σκέψεις του να στροβιλιστούν στο μυαλό του. Και προτού κατακάτσουν, την άκουσε να του μιλάει και πάλι. Ζεστά και υπαινικτικά, με μια φωνή βγαλμένη από αποστακτήριο επώδυνων συναισθημάτων.
«Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι ο Οδυσσέας όταν ζούσε με την Καλυψώ μπορεί να προσπαθούσε να καταλάβει τον φόβο του;»
«Ποιον φόβο του;»
«Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος ενός ναυτικού;»
«Η… τρικυμία;»
«Χαζέ… το να έρθει ξαφνικά μια μέρα που δεν θα θέλει πια να ταξιδέψει».
«Και πώς απέφυγε τον φόβο αυτό ο Οδυσσέας;».
«Δεν τον απέφυγε. Τον έζησε! Για αυτό έμεινε με την Καλυψώ, για να ταξιδέψει μέσα του. Για να δει μήπως τελικά αυτό που φοβόταν, το ρίζωμα, το δέσιμο του κάβου του, ήταν η πραγματική επιθυμία του. Μήπως είχε γίνει πια η αληθινή ανάγκη του».
«Το να μην ταξιδεύει;»
«Το να ζει αλλιώς».
«Τελικά, όμως, γύρισε στην Ιθάκη».
Ένα χαμόγελο πονηρής ευφυΐας άστραψε στο όμορφο πρόσωπό της.
«Και μετά;».
Ο Έκτορας σήκωσε τους ώμους με αυθεντική απορία. Δεν ήταν πολλές οι φορές που του είχε τύχει να μην καταλαβαίνει που έχει πάει η κουβέντα.
«Τι και μετά;»
«Μετά την Ιθάκη».
«Δεν έχει μετά», είπε αμήχανα.
«Μπα;», του πέταξε με ένα χαριτωμένο μάλωμα. «Γιατί; Επειδή εκεί σταμάτησε να γράφει ο Όμηρος; Ξέρουμε αν έμεινε εκεί ο Οδυσσέας; Κι αν έφυγε ξανά; Ξέρουμε αν γύρισε ξανά στην Καλυψώ ή αν συνέχισε να ταξιδεύει; Μήπως ξέρουμε τι είπε στην Πηνελόπη όταν έμειναν οι δυο τους; Για τα είκοσι χρόνια που έμεινε μακριά της, για τον πόλεμο που έζησε στην Τροία και για τις μεγάλες μάχες που έδωσε μέσα του; Για όλα αυτά που είδε να καταστρέφονται και όλα εκείνα που είδε να γεννιούνται; Για αυτούς που τα δικά του χέρια σκότωσαν και για αυτά που ο καιρός και το ταξίδι τσάκισαν και έφτιαξαν μέσα του; Για τους συντρόφους του που χάθηκαν στα κύματα και στους βράχους και για τα καινούρια πρόσωπα του που φύτεψε μέσα του το ταξίδι; Και κυρίως, τι είπε στον εαυτό του, αφού έφτασε στην Ιθάκη του μετά από όλα αυτά; Όχι, το ζήτημα δεν είναι πώς βρήκε ο Οδυσσέας την Ιθάκη. Αλλά πως βρήκε η Ιθάκη τον Οδυσσέα. Πως βρήκε αυτός πια τον εαυτό του στο τέλος του ταξιδιού. Αν βρήκε έναν Οδυσσέα που ήθελε να τον κρατήσει ή έναν Οδυσσέα που ήθελε πάλι να ταξιδέψει για να τον αλλάξει. Αν αγάπησε αυτόν τον Οδυσσέα. Κι αν ήθελε να αφήσει και κάποιον άλλο να γνωρίσει και να αγαπήσει αυτόν τον Οδυσσέα!»









{Και τα μάτια του… όχι, τι να θυμούνται τα μάτια του; Για να πεις ότι κάτι το θυμάσαι πρέπει να ξέρεις πως κάτι άλλο το ξεχνάς. Αλλά εδώ, τώρα, τι να ξεχάσει; Τι να ξεχάσει από αυτές τις σωματικές γραμμές, τις βγαλμένες από την αρμονία της φύσης και τη μουσική των άστρων, από την αγριεμένη ομορφιά του πνιγηφόρου κύματος, σαν χορδές μουσικές, σαν σκοινιά που νομίζεις πως πάλλονται, πως αναστατώνονται μπροστά σου για να δέσουν τελικά εσένα, γιατί δεν καταλαβαίνεις πως σε δέσανε κιόλας χωρίς να σε αγγίξουν, πως εσένα είναι που κάνουν στην πραγματικότητα να τα ακολουθείς και να χορεύεις, που σε δέσαν και σε πάνε σαν μαριονέτα άμοιρη, σαν εποχούμενο, σε δέσαν και σε πάνε μέσα από τα μάτια σου. Τι να ξεχάσει για να μπορεί κάτι να θυμηθεί;. Τι να ξεχάσει για ν’ ανασάνει, να πάρει άλλον αέρα απ’ τον δικό της; Τι να ξεχάσει απ’ αυτές τις γραμμές του σώματος που όταν συναντούσαν τις δικές του χόρευαν πάνω σε ξυράφια που τα πατούσαν μέσα του για να βαθύνουν για πάντα τα σημάδια; Που έκαναν το δωμάτιο να χάνεται και όλα τα χρώματα, τις γωνιές, τις σκιές και τα φώτα, τη γεωμετρία και την τάξη του χώρου, όλα, να συμπυκνώνονται πάνω τους. Πάνω της. Τις γυμνές γραμμές που άγγιζαν το κρεβάτι του σαν να το άγιαζαν. Ακίνητες, μετά. Που τον έκαναν να νιώθει αχάριστος που κοιμόταν και δεν κράταγε τα μάτια του ανοιχτά, όλη νύχτα, μόνο για να τις κοιτάει, για να ευγνωμονεί την ύπαρξη που τις περιέχει και τις έφερε μπροστά του. Αχάριστος και τελικά τόσο φοβισμένος πως για αυτό θα τις έχανε… Πως όλα, αδιάκριτα κι ενιαία, θα τα έχανε. Τίναξε το τσιγάρο του. Δεν του άρεσε πάντα να δικαιώνεται…}






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου