Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

~Βαγγέλης Κοκκάρης~

Ο Βαγγέλης Κοκκάρης γεννήθηκε το 1996 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί ηλεκτρονικά (Θράκα, Αδέσποτα, Στάχτες, Bibliotheque, Μονόκλ, Χάρτης).






Η πρόβλεψη

Κάποια μέρα θʼ ακουστεί στους δρόμους της πόλης
μουσική από ηχεία που θα χουν φτιάξει παιδιά
και
όλοι θʼ αρχίσουν να γελάνε.

Τότε-επιτέλους- θα υπάρξουν στρατοί,
που θα μαθαίνουν στους στρατιώτες ζωή.




Άτιτλο

Κάποια μέρα θα κοιτάξουμε τον ουρανό
και
πλέον δεν θα υπάρχουν πουθενά φράχτες.

Στο μεταξύ -ωστόσο-
φτιάχνουμε στεφάνια από ήλιους
και
ελπίζουμε
πως η βροχή που θα έρθει
-απλώς- να είναι νερό.







Οι μεγάλοι ποιηταί

Γύρω από ένα γραφείο κάθονται οι μεγάλοι ποιητές.
Ξαφνικά, μπαίνει ο ανιψιός του ενός
και
τους προτείνει να παίξουν μουσικές καρέκλες.

Χαμογελάνε διακριτικά και ευγενικά αρνούνται
οι μεγάλοι ποιητές.



Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

~Φραντζέσκα Άβερμπαχ~



Η Φραντζέσκα Άβερμπαχ γεννήθηκε το 1987 στην Αθήνα και 

έκανε παιδαγωγικές σπουδές. Μελέτησε ποίηση στο 

εργαστήρι του ιδρύματος ''Τάκης Σινόπουλος''. Είναι μέλος 

της συντακτικής ομάδας των εκδόσεων ''Μανδραγόρας''. 

Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. 

Οι ''Απώλειες'' είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή. Ζει και 

εργάζεται στην Αθήνα.








Αυταπάτη για να παραμείνεις ζωντανός


Γυρνάω σπίτι ρημαγμένη.

Θέλει αφοσίωση αυτό που κάνω

να φροντίζω την πληγή να μην την κλείσεις.

Βλέπεις;

Θέλω να ξανάρθεις να προσποιηθούμε τους ερωτευμένους

και ας μην είναι κανείς μας.

Επιλέγω φως μοναχικό.

Θα 'ρθεις;

Μην ξεχνάς ότι δεν γοητεύεσαι απ’ όλα αυτά.

Γυρνάω πλευρό μια προς το δικό σου ανεξάντλητο

μία προς το δικό μου τίποτα.

Ξέχασα την ανάγκη μου

με πείθω ολημερίς

ότι είμαι κάτι άλλο από μια απλή ύπαρξη.

Δεν είναι αυτή

η συνηθισμένη μου παραίσθηση,

παίρνω τις πιο σκληρές μου αποφάσεις της μοναξιάς.

Θα μείνεις;

Θα φύγεις;


Στον κόσμο που έχω φτιάξει

είναι αδύνατο να πληγωθείς.







Μην κλαις δίπλα στο φως


Τ’ άστρα τα θελήσαμε

για να μας λείπει κάτι όμορφο.

Υψίστως, ορθά

ή πλαγιαστά

-με κεφαλαία γράμματα

προς την πανσέληνο ή μη-

είμαστε ολομόναχοι.

Αφού μας το λένε και στον ύπνο μας:

δεν υπάρχει οικειότητα

λόγω της έλλειψης του ανέμου.

Μην κλαις δίπλα στο φως

μην εγκαταλείπεις, και μην εξηγείς

το πόσο παράδοξα χορεύω βαλς με τους αγγέλους.

Κουρασμένα και ειρωνικά

ζούμε μια αιχμαλωσία.

Όποιος περιμένει κάπως λυπηρά

να κατέβει ο ουρανός και να μιλήσει,

στο τέλος από ανάγκη

θα κάνει την είσοδο του το φθινόπωρο.

Μην κλαις με ματαιότητα,

όσο παλεύεις με τις συμπληγάδες

θα την παθαίνεις συνεχώς.

Εγώ και ο άλλος

δεν βογκάμε.

Να το θυμάσαι.











Όταν θα τον μνημονεύετε


Koίταξέ τον,

πώς κάνει έτσι ο λυσσασμένος

για έναν καλύτερο κόσμο.

Κοίταξέ το

το ευτυχισμένο αγρίμι.

Και τί βιαστικός ερημίτης.

Να ξεκουμπιστεί

και να εκλείψει ο τιποτένιος.

Μη μου φοβηθείς,

νομίζω

πως υπάρχουμε εκτάκτως.








Ματαίωση



Όπως και να ξέρεις ν’ αγαπάς

η απόλυτη ηδονή είναι

το να μετατρέπεις τον χειμώνα

σε κάτι ακίνδυνο.

Και εγώ πεθαίνω ορχηστικά

εκείνη την εποχή.





Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

~Κωνσταντίνος Γαλάνης~



 Ο Κωνσταντίνος Γαλάνης γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης (Π.Τ.Δ.Ε.) Αθηνών κι εργάζεται ως δάσκαλος σε ιδιωτικό σχολείο. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Λογοτεχνία» του Ε.Κ.Π.Α.
Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Καρτ Ποστάλ» (εκδόσεις ΕΚΑΤΗ, 2015) και το βιβλίο «Η μάχη με τις σκιές» (εκδόσεις ΕΚΑΤΗ, 2019). Το ποίημά του Mare Materna έχει συμπεριληφθεί στην ποιητική ανθολογία «After the journey» (Castello di Duino XI Edition) μεταφρασμένο στην αγγλική και ιταλική γλώσσα. Έργο του έχει λάβει διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.) και ποιήματά του/ κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά ιστολόγια.










Σκιές ηχούν.
Του δειλινού την ώρα,
ο ήλιος σώπασε.












Τα παραμύθια χάθηκαν στ’ άστρων τις σιωπές. Μόλις σβήσουν κι αυτές, οι μέρες θα στοιχειώσουν τα όνειρά μας κι ο ήλιος άρρωστος θα ψάξει για σκιές που συντροφιά κρατούν στον πυρετό μας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο χτύπος απ’ την καρδιά της κόρης μου. Απουσίαζα. Το δάκρυ μου μεγάλωνε ακόμα περισσότερο. Ζωγραφιές της δεν πρόλαβα να δω, μονάχα μαρκαδόρους μαύρους να στήνουν μια σκιά στην απέναντι του κελιού μου μάντρα. Ας είναι. Μια καλοκαιρινή βραδιά που η διάρκεια της μέρας αργεί να σβήσει, θα βγω από εδώ μέσα μ’ ένα κουτί παπουτσιών παρέα. Τα πρώτα βήματα θα ορίζουν οι σκιές. Μόλις αποκτήσουν το χρώμα της νύχτας στο κορμί τους, με κόκκινη μπογιά θα προσθέσω κι έναν φάρο στην καρδιά τους. Δυστυχώς δεν θα αντανακλά φως μα κόκκινο σκοτάδι, παρόμοιο με πάτο ξεφτισμένο απ’ το περκάλι του δειλινού. Μα αυτό που προέχει θαρρώ, είναι η κατασκευή μιας μπουκάλας οξυγόνου. Θα τη φορέσω στο κοριτσάκι μου για ν’ αναπνέει λεύγες πολλές κάτω απ’ τον πυθμένα της απουσίας μου.





Ράβω σκιές για να ντυθούν
χρόνια γυμνά
που δεν σε φέρνουν.


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

~Πηνελόπη Ζαρδούκα~


Η Πηνελόπη Ζαρδούκα γεννήθηκε στον Πυργετό Λάρισας στις 3 Ιουνίου του 1986. Σπούδασε Φιλοσοφία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Παν/μιο Αθηνών. Παρακολούθησε το διετές ποιητικό εργαστήρι του Τάκη Σινόπουλου στον Περισσό Αττικής. Η ποιητική συλλογή Αιωρείν αποτελεί την πρώτη έντυπη ποιητική συλλογή της και την εκατοστή επετειακή έκδοση των εκδόσεων Θράκα που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2019.







 Έναστρο κουτάλι

το απόγευμα στο φλιτζάνι ανακατεύω τα μάτια τα μάγουλα το μέτωπο τη μύτη το κουτάλι μου αθόρυβα μέσα στην καφετέρια τα βλέμματα σηκώνονται πάνω απ’ την πόλη κοιτούν τον έναστρο ουρανό χωρίς να τραβάω τα βλέμματα στο φλιτζάνι ανακατεύω τα μάτια αθόρυβα η πόλη κουτάλι χωρίς μέτωπο χωρίς μύτη κοιτούν μέσα στον έναστρο ουρανό τα πρόσωπα χωρίς βλέμματα τραβάω τα μάγουλα το κουτάλι μου χωρίς πόλη χωρίς έναστρο χωρίς φλιτζάνι ανακατεύει το απόγευμα στην καφετέρια το έναστρο κουτάλι μου τα μέσα βλέμματα απόγευμα χωρίς μάτια κοιτούν πάνω απ’ την πόλη χωρίς ουρανό σηκώνονται οι μύτες στα μάγουλα στο μέσα φλιτζάνι αθόρυβα ανακατεύω το μέτωπο


 Στο μοντερνείο

Οι λέξεις φορέσανε καπέλα και πέταξαν τη στίξη
χωρίς ρυθμό χωρίς σκοπό
και δίχως μετρική
αναμετριούνται με την απομνημόνευση
πίνουνε τον καφέ τους σαν κάθε μέρα
και ομοιοκαταληκτούν μόνο στον εαυτό τους
χωρίς να βγάζει κανείς νόημα
πολλές φορές
σκοτεινές και ακαταλαβίστικες
με τίτλους ιεροφάντες
οι λέξεις στο μοντερνείο πέταξαν
και αγνοείται η λογική τους τύχη
πόσες συλλαβές χρειάζεται ο ρεαλισμός;
στο μοντερνείο θα τις βρεις
κρυμμένες διεστραμμένες άηχες
μέσα σε εικόνες ατελείς
«Θάνατος στους έμμετρους στίχους!»
φωνάζουν οι λέξεις κάποτε
«Θάνατος» «Θανή» και «Τελευτή»
στον λυρισμό και σε όλους τους –ισμούς
μα βέβαια λέξεις είν’ κι αυτές
και στο μοντερνείο κρεμάλες στήνονται
και κάποιες λέξεις
δεν ζουν
τη λεξαφέτηση
και στο «μετά-»
πέφτουν νεκρές.








 Υπναγωγείο

Παλαμάκια παίξετε
κι ο Μπαμπούλας έρχεται
να μας φέρει κατιτίς
αλυσίδες επί γης

Παλαμάκια παίξετε
κι ο Εφιάλτης έγνεψε
δέκα ώρες στη δουλειά
η αργία στα χαρτιά

Παλαμάκια παίξετε
η Μαρφίν σας χαιρετάει
στον βωμό της ξιπασιάς
η δουλεία της δουλειάς

Παλαμάκια παίξετε
και ο Χρόνος πέρασε
κολασμένοι αδαείς
αναλώσιμοι ευθύς



Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

~Τάσος Σαλτερής~










                            Η λακκούβα 


Τις ημέρες εκείνες είχε κάνει την εμφάνισή της στο δρόμο μια λακκούβα. Δεν ήταν κάτι καινούργιο, αντίθετα επρόκειτο για καθημερινό φαινόμενο. Ήταν τέτοια η ποιότητα της ασφάλτου που κάθε τρεις και λίγο μια καινούργια τρύπα έχασκε καταμεσής μέχρι κάποια στιγμή το συνεργείο του Δήμου να την μπαλώσει όπως όπως, μέχρι να ξανανοίξει η ίδια ή κάποια καινούργια σε άλλο σημείο και ούτω καθεξής. Συνηθισμένα πράγματα δηλαδή.

Η λακκούβα εκείνη έχασκε στη μέση του δρόμου αναγκάζοντας τους οδηγούς να κάνουν ελιγμούς για να την αποφύγουν αλλά και τους πεζούς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί γιατί δεν ήταν και δύσκολο να τραυματιστούν από κάποιο στραβοπάτημα. Αυτό άλλωστε ήταν γενικός κανόνας, ίσχυε για όλες τις λακκούβες που είχαν κάποιο υπολογίσιμο μέγεθος.

Το θέμα με τη συγκεκριμένη είναι ότι όχι μόνο δεν την έκλεισε κάποιο δημοτικό συνεργείο (εντάξει, αυτό δεν ήταν και τόσο θέμα γιατί άλλες περίμεναν χρόνια μέχρι να κλειστούν και άλλες δεν έκλειναν ποτέ) αλλά ότι σιγά σιγά άρχισε να βαθαίνει. Ενώ δηλαδή το μέγεθός της παρέμενε ίδιο (δεν θα ξεπερνούσε το μισό μέτρο σε μήκος, και ακόμη λιγότερο σε πλάτος) εν τούτοις το βάθος της μεγάλωνε. Αυτό  βέβαια φαινόταν λογικό, διότι ο άγνωστος λόγος που έκανε το οδόστρωμα να υποχωρεί δεν είχε αντιμετωπιστεί κι έτσι η υποχώρηση συνεχιζόταν.

Μέρα με την ημέρα λοιπόν, γινόταν όλο και πιο βαθιά. Τόσο, που διάφοροι περαστικοί και περίεργοι σταματούσαν από πάνω της για να κοιτάξουν μήπως καταφέρουν να εντοπίσουν τον πάτο της που κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά. Στο τέλος δεν ήταν πια ορατός και το μόνο που φαινόταν ήταν η επιφανειακή στρωματογραφία του εδάφους κι έπειτα σταδιακά συνεχιζόταν ένα μαύρο τούνελ μικρής διατομής που δεν ήξερε κανείς μέχρι πού έφτανε. Σαν να κατευθυνόταν προς τα έγκατα της γης. Στο τέλος όλοι πια συνήθισαν το φαινόμενο, σταμάτησαν να ασχολούνται και ξέχασαν ακόμη και το ότι θα μπορούσε να έρθει κάποιο συνεργείο για να την κλείσει.

Ακριβώς την περίοδο εκείνη ήταν που ο μικρός Γ. δεν γύρισε στο σπίτι του το μεσημέρι. Ανάστατοι οι γονείς του πήγαν μέχρι το σχολείο, έψαξαν στους δρόμους της γειτονιάς, ρωτούσαν τους συμμαθητές του και γεμάτοι αγωνία δήλωσαν την εξαφάνιση στην αστυνομία.

Μια μέρα αργότερα χάθηκε και ο μικρός Χ. Αυτή τη φορά δεν γύρισε στο σπίτι μετά το σχόλασμα από το φροντιστήριο. Και λίγο μετά άρχισε να αγνοείται και η μικρή Κ., που είχε βγει στην πλατεία να παίξει με τις φίλες της. Η γειτονιά και ολόκληρη η πόλη είχαν αναστατωθεί. Είχαν όλοι καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά αρπάζονται από κάποιον νοσηρό τύπο που ικανοποιούσε ποιος ξέρει τι ορέξεις με κίνδυνο φυσικά ακόμη και να τα σκοτώνει, όπως ο Δράκος του Ντίσελντορφ στην ταινία «Μ» του Φριτς Λανγκ.

Η υπόθεση αυτή θα είχε γίνει βεβαιότητα, μέχρι που άρχισαν να εξαφανίζονται και ενήλικες. Πρώτα ο κύριος Ζ., μετά η κυρία Ρ., μετά άλλος, κι άλλος, κι άλλος, μετά ξανά ένα παιδί, και οι εξαφανίσεις συνεχίζονταν αυξανόμενα. Πλέον χάνονταν άνθρωποι μαζί με τα αυτοκίνητά τους ή με τις μοτοσυκλέτες τους, και οι εξαφανίσεις ήταν εντελώς ξαφνικές. Μπορούσε κάποιος να περπατά στο δρόμο και ξαφνικά να χαθεί χωρίς κανένα σημάδι, καμία φωνή, κανένα ίχνος. Μπορούσε να περπατά κάποιος μαζί με κάποιον άλλον, να συζητούν και την επόμενη στιγμή ο ένας από αυτούς να μην υπάρχει πουθενά.   Έφτασε μάλιστα στο σημείο να χάνονται και ολόκληρα λεωφορεία γεμάτα επιβάτες .

Ένα άλλο κοινό σημείο σε όλες αυτές τις υποθέσεις ήταν ότι, στην αρχή τουλάχιστον, οι αγνοούμενοι χάνονταν όταν περπατούσαν ή όταν βρισκόντουσαν γενικά στο δρόμο. Όταν αυτό έγινε αντιληπτό κυκλοφορούσαν όλοι ολοένα και λιγότερο και προσπαθούσαν να μετακινούνται γρήγορα ώστε να ελαχιστοποιήσουν το χρόνο της έκθεσης στον κίνδυνο. Και αυτό όμως δεν φάνηκε να διασφαλίζει κανέναν. Έβλεπε κανείς στους δρόμους τους πεζούς να περπατούν τρέχοντας, όσο πιο γρήγορα μπορούσε ο καθένας. Με το άγχος και τον τρόμο να τους κυριεύει ούτε που πρόσεχαν την κίνησή τους κι έτσι ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλον, ενώ όσοι κινούνταν πιο αργά σπρώχνονταν από τους πιο γρήγορους και συχνά πολλοί έπεφταν κάτω, σωριασμένοι είτε από απροσεξία – γλιστρώντας π.χ. ή προσπαθώντας να ανέβουν στο πεζοδρόμιο ή να κατέβουν από αυτό – είτε από βίαιες κινήσεις προκειμένου να παραμερίσουν για να περάσει αυτός που τους έσπρωχνε. Αλλά και στο δρόμο η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη: όλοι οδηγούσαν πανικόβλητοι, νευρικά, ταχύτατα, ακόμη και σε στενά όπου δεν θα έπρεπε κανείς να τρέχει, παρασύροντας ή ακόμη και εκσφενδονίζοντας συχνά πεζούς που τρέχοντας απρόσεχτα δεν προλάβαιναν να προστατευτούν. Όλοι επίσης έκαναν διαρκώς σφήνες, κι έτσι η κατάσταση στην άσφαλτο είχε γίνει χαοτική με πολλούς δρόμους να είναι μπλοκαρισμένοι χωρίς να υπάρχει πραγματικά κίνηση.

 Έτσι, ενώ αυξήθηκαν ραγδαία τα κάθε είδους τροχαία ατυχήματα, σαν αποτέλεσμα της νευρικής, αγχωμένης γρήγορης οδήγησης αλλά και της απροσεξίας των πεζών που έτρεχαν να προλάβουν και δεν πρόσεχαν μέσα στον πανικό τους την κίνηση των αυτοκινήτων, οι εξαφανίσεις συνέχισαν να αυξάνονται.

Μέχρι που πλέον επεκτάθηκαν και σε ανθρώπους που βρίσκονταν σε σπίτια και σε εσωτερικούς χώρους. Εξαφανίζονταν άνθρωποι που μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν είχαν κλείσει το τηλέφωνο, που μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν κάποιος τους είχε δει στο παράθυρο,  που κοιμόντουσαν κανονικά στο κρεβάτι τους και το ξημέρωμα απλώς δεν ήταν εκεί. Μπορούσε να βρίσκεται κάποιος σε ένα δωμάτιο μιλώντας με κάποιον άλλον που βρισκόταν στο σαλόνι μέχρι που ο ένας από τους δύο να πάψει να ακούγεται.

 Ο τρόμος βασίλευε παντού. Η κίνηση στην πόλη είχε αραιώσει εντελώς, οι δρόμοι είχαν ερημώσει μέρα και νύχτα, ο πληθυσμός αραίωνε συνεχώς και κανείς από τους εναπομείναντες δεν θυμόταν πια τη λακκούβα. Στο τέλος δεν έμεινε κανείς για να τα συνδυάσει.