Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

~Γεωργία Τρούλη~

Η Γεωργία Τρούλη γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1979.Κατάγεται από την Κρήτη. Είναι απόφοιτος της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης, απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής του Α.Π.Θ.(τμήμα Ψυχολογίας), απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ και φοιτήτρια της σχολής Πολιτικών Επιστημών του ίδιου πανεπιστημιακού ιδρύματος. Ασχολείται με την συγγραφή, έχει εκδώσει πέντε ποιητικά βιβλία και δημοσιεύει κείμενα και ποιήματα σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.Παράλληλα πραγματοποιεί δράσεις στην πόλη με ομάδες ποιητών και καλλιτεχνών(Ασμα Ασμάτων-Ροτόντα, Ρώμος Φιλύρας- Ψυχιατρικό Νοσοκομείιο Θεσσαλονίκης, Γυναικέια Κραυγή- Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 3χ3 Πεδίο Δράσης Κόδρα κ.α.).Έχει πραγματοποιήσει τρεις ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε ομαδικές.Έργα της έχουν φιλοτεχνήσει λογοτεχνικά περιοδικά και βιβλία εκδόσεων. Ζει και εργάζεται στην Θεσσαλονίκη.











Ηλεκτροφόρος

Και
Πάντα κλαις για μια εποχή
Που μόνος σου κατασκεύασες
Και ας είχες συνενόχους
Για την ζαρωμένη όλο δέρμα θάλασσα
Όταν φυσούσε λίγος αέρας και άμπωτη
Για το φούσκωμα της κοιλιάς
Και των βουνών μέσα σε δάση
Που δεν φτάνει φως
Για το ίδιο που είναι πάντα άλλο
Και νομίζεις κάνεις πορεία
Χωρίς δεκανίκια
Με το βλέμμα μπροστά
Και το κεφάλι πίσω
Και όρθιο πάντα
Σαν στύλος ηλεκτροφόρο
Ρεύμα
Και τα μαλλιά καλοχτενισμένα
Στον άνεμο
Πώς να ξεφύγεις από την ‘θυμάμαι
Ζωή’;
Και η ανάμνηση όλο να παραμορφώνει
Την επιφάνεια δέρμα
Στην θάλασσα
Στα γραμμένα καλαθοπλεγμένα
Απολιφάδια των συναντήσεων
Και σε ακούω-μισός στην σκιά-
Να μιλάς  για ποιητές
Που
Γίνανε ταχυδακτυλουργοί
Στην εικόνα
Πάντα θα ξέρω τόσο πολύ
Η λέξη δεν λέγεται
Σφηνωμένη σε γράμματα
Ούτε σε σχήμα
Από εδώ εως εκεί
Μόνο το τρεμούλιασμα της συλλαβής
Ίσως
Κάτι να φανερώνει
Γραμματοσειρά κάθονται οι φόβοι
Πάνω στην επιφυλακή της σελίδας
Εγώ να παίζω ταμπούρλο
Για να μην ακούγεται το εγώ
Εδώ
Τώρα
Που ξεψυρρίζουν τους νεκρούς
Από τους εαυτούς τους
Σιγά και προσεχτικά
Στην επικίνδυνη στροφή
Που κάνει το νύχι
Πριν μαρτυρήσει συνέχεια
Και μετά θάνατον
Να συνεχίζεις με δέκα τρόπους
Στις ρώγες των δαχτύλων
Να πεθαίνεις θέλοντας
Να γδάρεις
Ο,τι σε κρατάει
Χωρίς διέξοδο

Μια κατασκευή η Αποσιώπηση
Μια συνενοχή ό Λόγος
Να υπάρχουνε δύο γλώσσες
Που εισχωρούν
Τόσο βαθιά
Μια βαρύτιμη ελαφράδα
Να προδίδει
Και από πάνω σκιά
Και από κάτω ήλιος
Να τσουρουφλίζει
Την νότα νότα αγωνία
Συρρίκνωση








Σιελόρροια

Ποτέ το πρόσωπο του πραγματικού δεν έχει τόση ενέργεια
Όση το σάλιο μας, είπα
Που είναι λίγο να την γεύεται μόνο
Η γλώσσα ο ουρανίσκος και τα αλατισμένα χείλη ενός ώμου
Κι έπειτα μια σφιχτή  χειρονομία  χεριών για να υπονοήσει πεδίο και νόηση
Σε λευκή παγωμένη κόλλα χαρτί που ονομάζεται
Χιονοστιβάδα-πολτοποίηση λέξεων
Ποτέ υπαινιγμός του ρομαντικού
Δεν προυποθέτει κυνισμό
Αλλά παράγει πάλι και πάλι
Μια ενέργεια- πτύελο φλεγματικό
Ορισμένως διάφανο
Πάνω σε μια μικρή διαδρομή παγωμένου νερού
Που κάποτε ίσως λεγόταν βροχή και την γευόσουν
Με γλώσσα
Μέχρι εκεί___
Μισή υπεκφυγή και διάτρητο νήμα εικόνων
Έχει το σάλιο μας ένα πυκνό δεδομένο












Παλίνδρομος διάλογος
Όταν κάποια στιγμή άντεξαν τις αντιφάσεις της φύσης
Κατάλαβαν
Μια πεταλούδα έχει πολλούς τρόπους να πετάει
Μια θάλασσα πολλά νερά να βυθίζεται
Και άπλωσαν τα χαρτιά με τσιμπίδες 
Πάνω σε συρματόσκοινο 
Και αναίρεσαν ιστορία 
Και είπαν θέλετε βαρύτητα σβάστικας
Και ρώτησαν θέλετε να διασχίσουμε γλώσσα; 
Και είπαν θέλετε σύνορα
Και ρώτησαν ακούτε την χαραυγή;
Και απάντησαν λειψή αυγή
Από στέρνο σε στέρνο 
Από λίπος σε λίπος 
Από λαιμό σε λαιμό
Και απαίτησαν δρόμο σε κάθε λωρίδα
Και είπαν θέλουμε δέρμα σε κάθε στοιβάδα
Και φώναξαν βλέπουμε λευκό σε κάθε δέρμα 
Και πρότειναν όραμα 
Και προτίμησαν στρατηγό
Και είπαν θέλουμε ερωτευμένο 
Και είπαν αφήνουμε κενό 
Και είπαν ζητάμε ουσιαστικό: άνθρωπος
Και λένε ζητάμε επίθετο: ελάχιστος /κανονικός
Και είπαν υπάρχει μια μουσική που δεν προσδιορίζει
Και μούγκρισαν με τα λάθη και ψιθύρισαν- 
Απουσία τεράτων
Όμως κανείς δεν γλιτώνει από την τέλεια παραμόρφωση
Ατελώς διήθείται το σύμπαν
Και σώπασαν
Και ήπιαν από το ίδιο στόμα 
Και έφτυσαν και οι δύο το χώμα 
Και πολλοί είπαν εγώ αγάπησα 
Και κάποιοι είπαν εγώ σκότωσα
Και πολλοί είπαν εγώ περπάτησα 
Και κάποιοι είπαν εγώ έγδαρα 
Δέρμα με κολλαγόνο λειψής ακοής
Φόβοι σε κουτάκια περιοπής- τελευταίας κοπής
Βγάζουν βόλτα το κύτος κάθε βράδυ 
Και χαράσσουν με κιμωλία τα όρια
Και απόρησαν εδώ βρέχει; 
Και είπαν εδώ θα εξατμιστεί 
Και βγήκαν από λουτρά αερίων 
Και μπήκαν σε σειρές αίματος 
Και έγραψαν μια συγχώνευση-Τίποτα
Όμως 
Κάθε βράδυ ένα παιδί μετρά δωμάτια
Στην μεμβράνη της πεταλούδας Και ξέρει-
Ένα έντομο πεθαίνει πάνω σε ένα λουλούδι
Με χρώμα 
Άλλοτε κίτρινο ερυθρό βαθυκύανο
Και ποτέ
Μια σταγόνα ποτέ δεν μοιάζει με την άλλη 
Κι έτσι ισορροπεί το νερό
Κυβικό εκατοστό και με ένταση 
Όμως κάθε βράδυ ένα άλλο παιδί ξεχνάει να πάει για ύπνο
Και γερνάει απότομα Και νομίζει-
Και ποτέ δεν θυμάται πως όταν λίγο υπήρξε
Θαύμαζε τα πολλά χρώματα σε μια σταγόνα 
Μόλις μετά την βροχή
Κάποια αυγή 
Ή κάποιο απόγευμα
Και ρώτησαν θέλετε από την αρχή; 
Και είπαν θέλουμε πάλη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου