Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

~Λουκάς Λιάκος~




Ο Λουκάς Λιάκος είναι βιομηχανικός εργάτης, πατέρας 

τριών παιδιών. Γεννήθηκε στη Λειβαδιά και ζει στην 

Αθήνα. Το 2011 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή 

"Στο Δεύτερο Κόσμο η Μοίρα" από τις εκδόσεις Ενδυμίων. 

Αρχές του 2015 στο περιοδικό τέχνης "Straw Dogs" 

φιλοξενήθηκε "η συντριβή των λουλουδιών, το τραχύ 

τοπίο", 14 ανέκδοτα ποιήματα σε ροή. Την ίδια χρονιά 

συμμετείχε στο φεστιβάλ νέων λογοτεχνών (ΔΕΘΒ), 

προτεινόμενος από τις εκδ όσεις bibliotheque. Δημοσιεύει 

κείμενα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Η 

"Στροφορμή" εκδόθηκε τον Μάϊο του 2016 και πάλι από 

τις εκδόσεις Straw Dogs.













σελ. 13
[...]

Πρέπει να σε σκεφτώ αγάπη μου. Και από την πόρτα και από το
σημείο που βγάζεις τα παπούτσια σου πρέπει να σε σκέφτομαι.
Πρέπει να σκέφτομαι πως τα μαλλιά σου μεγαλώνουν
γρήγορα λόγω έλλειψης ύπνου. Κλείσε την πόρτα αθόρυβα,
άραγε θα ξαναβρεθούμε; Απροσδιοριστία. Έλλειψη πίστης.
Μια νέα εξουσία ταυτόχρονη, γεμάτη φραγμένες αρτηρίες και
αιφνιδιασμούς.

Όμως εγώ σ’ έχω μες στην κοιλιά μου
κι ο παράδεισος κλείνεται για άλλο ένα βράδυ.

Αδυσώπητα με ξυπνούν χαράματα οι βελόνες και τα προνόμια,
η ταχύτητα των διακοσίων χιλιομέτρων, η ασυγκράτητη πείνα,
η ομαδική τρέλα.

Και σε μεταλαβαίνω και λέω θαύμα, πιστεύω, δεν πιστεύω.








σελ. 19
[...]

Πέρασαν χρόνια, πέρασε και το κρίμα ως τυχαίο γεγονός. Οι λέξεις
σου συνέχισαν να ακούγονται, να κουμπώνουν ζεστά στα βλέφαρα,
έσκαβαν στο δέρμα μου, με διέσχιζαν.

Έλεγες πως
είμαστε άλογα που επιταχύνουν
εμπρός σε ακίδες και περιορισμούς
και σπουργίτια που τρέμουν
από μια σύντομη διαμονή
σ’ αυτό το άνοιγμα κρύου και ψύξης.

Έλα με λόγια, όχι με σιωπή. Συνέχισε να φτιάχνεις τις φωλιές σου
που ‘ναι πτερύγια, μπρος στην αφαίρεση της ψυχής μου.
Τώρα ξέρεις, υπάρχουν αυτοί οι χώροι, αυτοί οι πίνακες οδηγούν









σελ. 27-28
[...]
Γεωγραφία απλών ονομάτων

Κάποτε ο τρόμος προκαλεί να ‘σαι σαράντα χρονών κι ο ήλιος να είναι πίσω σου και να περνάει χωρίς ενθουσιασμό από τις κούφιες γειτονιές στο Παρίσι στο Μοντεβιδέο στην Κουάλα Λουμπούρ να σε έχει συνεπάρει ο ρόλος του το να μην έχει προορισμό όπως εσύ γεμάτες σελίδες πτώματα παντογνώστες εσύ έψαξες για τα πρόσωπά τους εσύ ως συγγραφέας για να τους πετάξεις στο λάκκο σ’ αυτό το ευτύχημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην καρδιά του φαραγγιού επτά χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά του Ξ από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ εσύ πια το αγκάθι κι αυτό δεν είναι προσποιητό να διαλέγουν την αγωνία και τη γιατρειά ένα βήμα από το Ξ να μην παραμένουν στη θέση τους εσύ να τους λες θέλω να φτάσω ψάχνοντας για τη σκέψη πως δεν έχω τίποτα να κάνω να τους λες δεν μ’ αρέσει αυτή η ώρα αυτή η στιγμή εσείς δεν μ’ αρέσετε εσείς κι η πόλη όπως έχει χτιστεί δεν μ’ αρέσει και ξέρεις πως θα προσβληθούν γιατί αυτή είναι η ντροπή που μάχονται έντονα όταν λένε να ο αιώνιος φίλος μας είναι σπουδαίο να μας περιγράφει σαν τα λεμόνια μες στη ζέστη και εσύ να κλαις κλαίω-κλαίω μπρος στα ανοιχτά σας στόματα και τους χρειάζεται να νιώσουν τους χρειάζεται να σωθούν μα χαμήλωσαν τα μάτια χαμήλωσαν το κεφάλι και έραψαν φύλλα συκής και εκρύβην

Γιατί όλα σκιρτήματα που μπαίνουν στην άκρη
Ο άνθρωπος μάζα, ο άνθρωπος τελετουργία
Πανηγυρικό μυστήριο θλίψης
τα άδεια του χέρια·
τα τραγούδια του άδεια
κι ο σταυρός απερίγραπτος.

Είμαι ευτυχισμένος πλημμυρίζοντας το σκοτάδι
κλαίγοντας που μπόρεσα να καταλάβω μια πραγματική συντριβή.

Τι είναι ορθό και πρέπον;
ο Βίος κατ’ επιθυμίαν
σε μια αίθουσα αναμονής
κι η ποίηση
να ζητά απαντήσεις:

Ποιος θα σε αγαπήσει;
Γιατί δε συμβιβάζεσαι ούτε με τη ζωή
ούτε και με το θάνατο;









σελ. 68-69
[...]
Κατά Λουκάν, ο φόνος

Καὶ εἶπε Κάϊν πρὸς ῎Αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
Μετά την έξωσή μας ας πάμε στον αγρό
Καὶ εἶπε ῎Αβελ πρὸς Κάϊν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
Ένα λουλούδι δεν νοιάζεται τόσο πολύ
Καὶ πάλιν εἶπε Κάϊν πρὸς ῎Αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
Μιλώντας, η εκπνοή ματαιότητα
Καὶ πάλιν εἶπε ῎Αβελ πρὸς Κάϊν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
Πάντα ξέρεις την άλλη σημασία των λέξεων. Όλα συμβαίνουν
στο αγαπημένο μας μέρος. Άσε με να σε ευχαριστήσω παράξενα
κι ανάσκελα ακουμπισμένος όπως, οι έμμονες ιδέες βιάζομαι κι η
συνομιλία μας βάρβαρη. Γιατί με σκοτώνεις;
Καὶ ξανά εἶπε Κάϊν πρὸς ῎Αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
Με νύχτες με μέρες οι λέξεις αγιάζουνε σε νόημα άλλο. Σαν
τελευταία αναπνοή καίει η φωτιά. Χορεύουμε κολλητά, το μαχαίρι
σφαγιάζει και πάντα πονάω. Κανένα έλεος.
Καὶ ἐγένετο. Καὶ ἐλυπήθη Κάϊν λίαν καὶ συνέπεσε τῷ προσώπῳ
αὐτοῦ καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Κάϊν, ἵνα τί περίλυπος ἐγένου, καὶ
ἵνα τί συνέπεσε τὸ πρόσωπόν σου;
Καὶ εἶπε Κάϊν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν
Μείζων ἡ αἰτία τοῦ ἀφεθῆναί με·
γιατί γεννήθηκα· σαν ασκὶ στην παγωνιά
γιατί είμαι νέος και καταφρονεμένος
κι η θύμησή μου χάνεται
με ταχύτητα στην όμορφη νύχτα
εικόνα της ανείπωτης δόξας Σου
δικός Σου είμαι Κύριε
και φέρω τα σημάδια της αμαρτίας
να ο δυνατός να και τα πεθαμένα.
Ανάπαυσον!
Καὶ ἔθετο Κύριος ὁ Θεὸς σημεῖον τῷ Κάϊν καὶ εἶπε
Λίγοι οι τύρρανοι για τόσα θύματα
να τριγυρνάς μες στους καπνούς
μια ολόγυμνη καμπύλη
σαν ήχος
βέβηλος
Καὶ εἶπε πάλιν Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Κάϊν
τότε καί τώρα καί ἐκ τῆς
χειρός σου, να αυξηθεί
το ζώο
η νύχτα
η γύμνια
το μηδενικό

οπωσδήποτε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου