Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

~Κατερίνα Κονιδάρη~


Η Κατερίνα Κονιδάρη γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε μεγάλα διαστήματα στην Ιταλία. Είναι ψυχολόγος, με ειδίκευση στην συμβουλευτική εξαρτήσεων και την ψυχοθεραπεία. Εργάζεται στο Κ.Ε.Θ.Ε.Α. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα αφορούν το ρόλο των αφηγήσεων στις θεραπευτικές κοινότητες. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, με τίτλο ''Λουτρό Οξυτοκίνης'', που συζητήθηκε ιδιαίτερα στο χώρο της απεξάρτησης και έλαβε θετικές κριτικές, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. 













ΚΑΤΑ ΤΥΧΗ




Ανέβαζα εξυπνάδες στο Facebook για να μου λένε πόσο εύστοχος είμαι, στις πληροφορίες για εμένα έγραφα ότι γεννήθηκα το 1981 στην Κέρκυρα, ότι ενδιαφέρομαι για άντρες και για γυναίκες, ότι είμαι χριστιανός και έχω μπερδεμένες πολιτικές απόψεις. Επίσης ότι ζω στην Αθήνα και ότι είχα πάει σε διάφορα μέρη, για τα περισσότερα από τα οποία έχω και φωτογραφίες. Στο «Δουλειά και εκπαίδευση» δεν είχα γράψει τίποτα, γιατί είμαι άνεργος και δεν έχω όρεξη να με ρωτάει κανένας τι έκανα και τι δεν έκανα. Στις αγαπημένες μου φράσεις έλεγα ότι η ευτυχία είναι κάτι πραγματικό, κατασκευάζεται σαν μια καρέκλα, χωρίς να αναφέρω ποιος το είχε πει, γιατί δεν θυμόμουν και ούτε προσπαθούσα πια να θυμηθώ. Πάντα είχα ένα πρόβλημα με τη μνήμη, αλλά νομίζω ότι παραιτήθηκα ακόμα και από αυτή τη διάθεση να κάνω την παραμικρή προσπάθεια να το λύσω, από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι κάθε δευτερόλεπτο, κάθε δέκατο, υποδέκατο, παραδέκατο του δευτερολέπτου έπρεπε να στηρίζομαι στο έδαφος, σε μια κατάσταση επισφαλούς ισορροπίας, πράξη στην οποία διοχέτευα την όλο και μειούμενη ενέργειά μου. Γιατί -αν και αυτό δεν το είχα γράψει στα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά- το είχα φιλοσοφήσει και είχα καταλήξει ότι το παρόν στην πολη, το παρόν, η πολη, όλοι οι άλλοι που κινούνται δίπλα μου, δηλαδή η πόλη, αλλά κυρίως το παρόν, αυτή η κατάσταση, είναι ένα δίχτυ μπερδέματος και ακατανοησίας, ένας ακαταπόνητος εχθρός, απέναντι στον οποίο χρειάζεσαι πάντα όλη σου την προσοχή για να τα βγάλεις πέρα. Παντού υπάρχουν κίνδυνοι και τρύπες στα πεζοδρόμια, πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα, να πηδάς, να τα αποφεύγεις, να κρατιέσαι, γιατί μπορεί απλώς να σκαλώσει το πόδι σου, να πέσεις, να ανοίξει το κεφάλι σου, να μαζευτεί από πανω σου ένα μπουλούκι, να φωνάζει για να σε σώσει, από εδώ, όχι, από εκεί, να σε τρέχουν στα νοσοκομεία, να μην έχουν μαγνητικό, να περνάει η ώρα και κάπου εκεί να ψοφήσεις. Καλύτερα στο σπίτι. Πρώτον προστατεύεσαι και δεύτερον αν, λέμε αν, θελήσεις να αυτοκτονήσεις θα το κάνεις έχοντας πέσει τελοσπάντων σε μια απελπισία, όχι σε μια κατάντια, σε μια τρύπα στο τσιμέντο που σε ρούφηξε τυχαία. Γιατί έξω δεν έχεις την ηρεμία να πεις «τώρα θα πεθάνω», πουθενά δεν θα βρεις μια ωραία, παλιά άδεια γέφυρα για εσένα, ένα ποτάμι για πτώση, όχι, οι άλλοι τριγύρω θα σε κρατούν στυλωμένο και θα πρέπει να σταθείς έτσι, όρθιος ανάμεσα σε όρθιους, έξω πρέπει μόνο να ζεις και να πηγαίνεις μπροστά. Και δεν είναι τρομερό να έχεις στο μυαλό σου να αυτοκτονήσεις και να περάσει ένα λεωφορείο, να φας την εξάτμιση, να ζαλιστείς, να πέσεις και αυτό ήταν, να μείνεις εκεί στον τόπο; Tι σόι αυτοκτονία είναι αυτή;
Και έτσι κλείστηκα μέσα. Στο σπίτι είχα τον έλεγχο της ζωής μου, αν ήθελα να ζήσω, και του θανάτου μου, αν ήθελα να πεθάνω. Απλό ήταν. Αν και κατά βάση να ζήσω ήθελα. Όλοι όμως νόμιζαν ότι κατέστρεφα τον εαυτό μου. Δεν είχαν πανικοβληθεί βέβαια τόσο όσο όταν πέθανε ξαφνικά από καρδιά η μάνα μου και πήγα μεν στην κηδεία, αλλά αμέσως μετά ξανακλείστηκα και δεν έβλεπα κανέναν. Έρχονταν και με τραβολογούσαν να βγω. Έλεγαν ότι είναι λογικό να είμαι θλιμμένος, αλλά φοβούνταν ότι αυτός ο εγκλεισμός ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικός για το μέλλον μου. Μου τόνιζαν ότι δεν είμαι μόνος γιατί, μπορεί να είχα χάσει μικρός τον πατέρα και τον αδερφό μου, τώρα και τη μητέρα μου, είχα όμως τους φίλους μου. Εγώ πάλι τους εξηγούσα ότι μένω στο σπίτι ακριβώς για να προφυλάξω τον εαυτό μου, γιατί ειδικά τώρα -δεν το καταλάβαιναν, αλλά εγώ λυπήθηκα που έχασα τη μάνα μου, αυτό θα άλλαζε σύντομα τη ζωή μου, ποιος θα με έθρεφε- ήταν αδύνατο να έχω τις κεραίες όρθιες για κάθε χαλασμένο σκαλοπάτι σε δημόσιο κτίριο, για κάθε αυτοκίνητο που πετάγεται με κόκκινο, για κάθε μηχανάκι σε πεζοδρόμιο να σου περνάει ξυστά, σίγουρα θα έπεφτα. Όπως και αν είχε κάποια στιγμή, τους έλεγα, θα αναγκαζόμουν να βγω για να φάω, έστω και με κίνδυνο της ζωής μου. Πρώτα όμως θα εξαντλούσα και το τελευταίο κουλουράκι, που μου είχε αφήσει η μάνα μου μαζί με άλλα φαγητά πριν πεθάνει. Έφταναν πανω-κάτω για ένα μήνα.
Είχα βάλει λοιπόν ένα πολύ αυστηρό πρόγραμμα για τη διαχείριση των αποθεμάτων, που μου απορροφούσε σχεδόν όλο το ενδιαφέρον. Το πρωί έπινα καφέ με γάλα, που σύντομα, όταν τέλειωσε ακόμα και το συμπυκνωμένο, έγινε καφές σκέτος για να γίνει τσάι σκέτο, όταν τέλειωσε και ο καφές. Μαζί έτρωγα μισό κουλούρι – τα κουλούρια κράτησαν σχεδόν μέχρι το τέλος. Είχα βάλει τα πάντα στην κατάψυξη και κάθε πρωί έβγαζα ένα τάπερ με φαγητό για το μεσημέρι, ζέσταινα το μισό περιεχόμενο και άφηνα το υπόλοιπο για το βράδυ. Τότε, έπινα και ένα ποτηράκι κρασί. Καμιά φορά και δύο ή τρία. Κοιμόμουν αργά, έμπαινα στο Facebook, έκανα like σε φωτογραφίες και πετούσα μερικά χαριτωμένα για το ποδόσφαιρο και τον καιρό. Όσο τραβούσε. Τελευταίο είχα αποφασίσει να φάω το γιουβέτσι, γιατί ήταν το αγαπημένο όλων μας, από τότε που μέναμε στην Κέρκυρα.
Όταν, αφού είχα χάσει καμιά δεκαριά κιλά και δεν είχε μείνει ούτε ένα κουταλάκι ζάχαρη, αποφάσισα να πάω μέχρι το μπακάλικο. Την επόμενη βγήκα να αγοράσω γάλα. Με είδε ένας φίλος, γείτονας, αναθάρρησε και μου είπε να πάμε για καφέ αν ένιωθα καλύτερα. Του είπα ναι, όπως και στον επόμενο, που με πήρε τηλέφωνο για να πάμε για φαγητό. Όλοι έλεγαν ότι είχα δείξει δύναμη ψυχής, είχα ξεπεράσει το βαρύ πένθος, η ζωή ήταν μπροστά μου για να τη ζήσω. Αλλά εγώ ήξερα ότι ήταν μόνο θέμα φαγητού, αυτό με ανάγκασε να αφεθώ στη μοίρα μου και να βγω στους δρόμους, τα λεωφορεία και τα μηχανάκια του παρόντος και των παρόντων-διάφορων ενοχλητικών. Τι να έκανα, προσπάθησα να αποδεχτώ ότι μπορεί να γλιστρήσω στις σαπουνάδες της κυρίας που πλένει την είσοδο της πολυκατοικίας, να σπάσει ο λαιμός μου και να πεθάνω μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο, που θα είχε κολλήσει στην κίνηση, ακούγοντας ίσως προς το τέλος τη σειρήνα του, αν δούλευε κι αυτή. Μισώ το παρόν στην πόλη, την πολη, το παρόν, δεν γίνεται να ζεις στο παρόν, αυτά είναι βλακείες, μόνο να αντιστέκεσαι στην πτώση. Και το χειρότερο από όλα, η αυτοκτονία δεν χωράει στην πόλη, ε, τότε τι πολη είναι αυτή, δεν μας άξιζε ποτέ μια πολη να αυτοκτονήσουμε. Μόνο να πεθαίνουμε τυχαία, παλεύοντας, λέει, να ζήσουμε.














My way or the highway



«Ίσα που θα με κοροϊδέψεις εμένα, ρε! Τι είσαι; Για την πλατεία είσαι εδώ και τώρα» είπε ο υπεύθυνος της κοινότητας σε ένα μέλος που είχε κρύψει ότι στην παραγγελία του σούπερ μάρκετ δεν είχε υπολογίσει αρκετά αγγούρια, με αποτέλεσμα να βάζει λιγότερα στις σαλάτες. Και ναι μεν η κοροϊδία του κράτησε τέσσερις μέρες, χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, την πέμπτη όμως, που ήρθε να φάει μαζί με την κοινότητα ο υπεύθυνος, που τρελαίνεται για αγγούρια, αποκαλύφθηκε η απάτη.
H σκηνή εξελίχθηκε ως εξής: καθίσαμε στο τραπέζι ακριβώς στη μία, όπως όριζε το πρόγραμμα και ο απατεώνας των αγγουριών, ο οποίος ήταν και υπεύθυνος της ομάδας κουζίνας έδωσε το ΟΚ να αρχίσουμε να τρώμε. Όλοι ήταν κάπως σφιγμένοι, τόσο εμείς όσο και τα μέλη, γιατί είχε έρθει, χωρίς να τον περιμένουμε, ο υπεύθυνος της κοινότητας. Φαινόταν μάλιστα κακόκεφος, γεγονος που δεν προμήνυε τίποτα καλό. Ανακάτευε το κριθαράκι και έτρωγε προσεκτικά. «Πολύ ωραίο» είπε «μπράβο» και αναθαρρήσαμε προς στιγμή. Όταν όμως ρώτησε από ποιο πιάτο μπορούσε να βάλει σαλάτα, ο απατεώνας δεν του πρότεινε το κοντινότερο μπολ, αλλά αυτό που ήταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού, κάτι που αμέσως έβαλε σε σκέψεις τον δαιμόνιο υπεύθυνο, που ζήτησε να δει και τα δύο. Υποθέτω ότι κρύος ιδρώτας θα έλουσε τον απατεώνα και μπορεί να είχε φτάσει έως και να ζαλίζεται όσο ο υπεύθυνος με μια κουτάλα έψαχνε να βρει τα αγγούρια στις δύο σαλάτες μπροστά του και παρατηρούσε ότι αυτή που προοριζόταν για τη δική του πλευρά του τραπεζιού είχε λιγότερα.
«Που είναι τα υπόλοιπα;» ρώτησε.
«Συγγνώμη, από ότι φαίνεται μας έπεσαν πιο πολλά στην άλλη» είπε ο απατεώνας ξεροκαταπίνοντας.
«Και γιατί αυτό παρακαλώ;» ρώτησε ο υπεύθυνος με τη δήθεν ευγένεια, που πάντα έκρυβε ειρωνεία και επικείμενη επίθεση.
Ο απατεώνας είχε κατεβάσει το κεφάλι και πριν καλά καλά προλάβει να απαντήσει ή να αρθρώσει τελοσπάντων το οτιδήποτε, ο υπεύθυνος είχε σηκωθεί από την καρεκλά του και ωρυόταν ότι αυτόν δεν μπορούν να τον κοροϊδεύουν έτσι και ότι ατιμίες σαν αυτή δεν χωράνε στην κοινότητα. Έριξε ένα άγριο βλέμμα και σε εμάς που δεν το είχαμε καταλάβει νωρίτερα και έκανε ένα νεύμα να τον ακολουθήσουμε.
Στο γραφείο του ανακοίνωσε τη θεραπευτική παρέμβαση, την οποία βέβαια είχε ήδη υπαινιχθεί στο τραπέζι και αυτός ό,τι λέει το κάνει. Ο απατεώνας σε κάθε διάλειμμα της κοινότητας, δηλαδή μια φορά μετά το μεσημεριανό και μια φορά το απόγευμα στις 19:30, θα στελνόταν στην κοντινότερη πιάτσα τοξικομανών για να καταλάβει ότι μόνο εκεί μπορούσε να ανήκει αν συμπεριφέρεται με τέτοιον κατάπτυστο τρόπο. Μαζί του ορίσαμε να πηγαίνει και ένα παλιότερο μέλος με αποδεδειγμένες καθαρές αξίες για να μην είναι μόνος του μέσα στον κίνδυνο. Σε δεύτερη φάση ο υπεύθυνος ασχολήθηκε και μαζί μας, ειδικά με εμένα που είχα την εποπτεία της ομάδας κουζίνας, για να του εξηγήσω τι συμβαίνει και προκύπτουν τέτοιες πρεζάκικες συμπεριφορές. Με ρώτησε με τον ίδιο τόνο που είχε ρωτήσει και τον αρχιαπατεώνα -δηλαδή χωρίς να περιμένει απάντηση- και συνέχισε λέγοντας πως αν δεν μπορούσα να κάνω τη δουλειά εκεί, καλά θα έκανα να πήγαινα να κάνω συμβουλευτική σε καμιά κυράτσα που της έσπασε το νύχι. Φυσικά δεν είπα τίποτα, μόνο άρχισα σιγά σιγά να αγανακτώ κι εγώ για το πώς τόλμησε όντως να κάνει αυτό που έκανε ο μαλάκας, ο πρεζάκιας, και μας έμπλεξε όλους σε τέτοια αναστάτωση ̶ η ώρα είχε πάει επτά και ακόμα ήμουν στη δουλειά.
Την επόμενη μέρα βέβαια πίναμε τον καφέ μας στο γραφείο, πριν ξεκινήσουμε ακόμα τις πρωινές συναντήσεις με τα μέλη, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, έτσι γινόταν πάντα, όταν δεν ήταν ο υπεύθυνος μπροστά ήμασταν ψύχραιμοι, δεν αιφνιδιαζόμασταν εμείς. «Το να βγει στην πιάτσα ο Τάσος ήταν μια πολύ καλή ιδέα, θα τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει τι κάνει» είπε μία ζεσταίνοντας τα χέρια της στην κούπα, «Έτσι που πήγαινε εκεί θα κατέληγε, καλό θα του κάνει» είπε ένας άλλος ρουφώντας τον καφέ του και «Ναι, νομίζω ότι, αφού θα τον παρακολουθεί και ο Στέλιος, μια χαρά θα πάει» είπε και η τρίτη της παρέας. Εγώ έδωσα έναν, πώς να τον πεις, οριστικό τόνο: «Παιδιά, κακά τα ψέματα, εδώ είναι για όποιον αντέχει, αν θέλουν ντάντεμα, να πάνε στη μεθαδόνη», γιατί το σκέφτηκα καλά και είπα ότι αυτά θέλουν τα πρεζάκια για να καθαρίσουν, ο υπεύθυνος ξέρει, ίσως θα έπρεπε μόνο να του το δείχνω λίγο περισσότερο, γιατί δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τους ειδικούς, τι να του λέγαμε εμείς, αυτός είχε φάει το δρόμο με του κουτάλι -ίσως και το ίδιο κουτάλι που έψαξε τα αγγούρια- ξέρει, το μόνο που έχω να κάνω είναι να του το δείχνω, αυτό μόνο, για να μη μου λέει για κυρίες του καναπέ και τέτοια, τη δουλειά την είχα ανάγκη.
Να πω εδώ ότι τελικά ο Τάσος, ο αρχιαπατεώνας των αγγουριών, διέκοψε. Ένα απόγευμα δεν γύρισε, έμεινε στην πιάτσα, ο Στέλιος είπε ότι τον έχασε, αλλά εμείς ήμασταν σίγουροι ότι είχαν τακιμιάσει, το έλεγε και ο υπεύθυνος. Ο Στέλιος είχε ευθύνη και έτσι αποφασίσαμε να στείλουμε και αυτόν στην πλατεία, με τον Μάριο αυτή τη φορά να τον προσέχει. Έφυγαν και οι δύο την ίδια μέρα. Δεν άντεξαν. Ήταν πρεζάκια ακόμα. Κρίμα. Ειδικά στον Στέλιο είχαμε πιστέψει.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου