Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

~Βίκη Κοσμοπούλου~

Βίκη Κοσμοπούλου γεννήθηκε το 1981 στο Μόντρεαλ. Η οικογένειά της επαναπατρίστηκε το 1987, οπότε και ξεκίνησε τη σχολική της εκπαίδευση στην Καλαμάτα. Φοίτησε στο τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου «Ψυχολογία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας». Εργάζεται σε ψυχοπαιδαγωγικό κέντρο.
Γράφει στίχους, ποιήματα, παραμύθια και πεζά. Διηγήματά της περιλαμβάνονται στα συλλογικά έργα Απίθανες ιστορίες της πόλης μας (εκδ. iwrite) και Μια εικόνα, χίλιες λέξεις (τόμος α΄ και β΄, εκδ. τοβιβλίο). Διηγήματα, ποιήματα και βιβλιοπαρουσιάσεις της δημοσιεύονται στη λογοτεχνική ιστοσελίδα τοβιβλίο.net. Συνεργάζεται με το περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ.

Το τσόφλι είναι το πρώτο της βιβλίο.






{Από το οπισθόφυλλο}
Τρεις χιλιάδες εξακόσιοι εργάτες εκτελούν πρόθυμα την τελευταία εντολή.
«Εργάζονται συστηματικά στο μεγάλο ρολόι. [...] κι όλο πεισμώνουν, κι όλο πιστεύουν πως το τσόφλι θα κλείσει, πως ο Χρόνος θα λιποτακτήσει, πως θα μείνει πάλι απʼ έξω να τριγυρνά με την τροτέζα του [...]»*
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Χρόνος και η Ανάγκη περιελίσσονταν γύρω από το κοσμικό αυγό και το έσπασαν για να σχηματιστεί το ταξινομημένο σύμπαν - η γη, ο ουρανός και η θάλασσα.
 
Είκοσι τέσσερα πεζά. Δώδεκα ζεύγη σε διάλογο για την ανάγκη όσων βρίσκονται στο τσόφλι να επιστρέφουν στον χρόνο· να νιώσουν ασφάλεια, να διορθώσουν λάθη, να λυτρωθούν, να γιατρευτούν, να ερωτευτούν ξανά, να αλωθούν, να βρουν σημείο αναφοράς, την έμπνευση αλλά και την πρώτη σκέψη.
H κόρη και ο γαμπρός της Βενετίας, ο Βίκτορας κι ένας μοναχός, ο Παύλος Αναγνώστου και κάποιος ταξιδιώτης, η Ρενάτα Σκαρλάτου και η Άννα, τρεις συγγραφείς, ο Ξενοφών κι ένας «καμικάζι», η Δέσποινα κι ένα ζευγάρι, ο Άγγελος Ασλάνογλου και η Vicenta, ο Λάζαρος και μια ξενιτεμένη, μια «σταχτοπούτα» και η Μαρτίριο Άλμπα, όλοι ζητούν επανεκκίνηση. Κάτι αλλιώτικο όμως συμβαίνει με την Αντιγόνη και την Εύα.
Πάντως ο Χρόνος δίνει σε όλους μια υπόσχεση.

{Το μικρό πεζό του πρώτου ζεύγους}

''Εξ αμελείας''
Άφηνε το οινόπνευμα να φουντώνει το μέσα του· να καίει τα απομεινάρια της ψυχής του, να πυρώνει τα λογικά του. Άφηνε τη νικοτίνη να επιχρίζει μαστόρικα τα ξεφτίσματα της αντοχής του. Άφηνε το τσιγάρο να αργοσβήνει ηδονικά μέσα στο υγρό μπλε των ματιών του. Άφηνε τα χέρια του, τα πόδια του, τη ράχη του να αυτονομούνται. Άφηνε τις κορνίζες, το βάζο, τα μπιμπελό να προδίδουν τη μνήμη του. Άφηνε τη σιωπή της ανάσας του να κυριαρχεί στο ρευστό του αέρα. Την ώρα που η στάχτη κυλούσε λάγνα στο κοφτό της σάλας, η δαντέλα σηκώθηκε και πλέχτηκε στο κορμί του. Την άφησε να τον πνίξει με τους λεκέδες από τα τραπεζώματα του γάμου τους. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου